Το τελευταίο φιλί

246 20 2
                                    

Ο Αντόνιο ξύπνησε σε ένα μικρό και στενό κρεβάτι. Κοίταξε τον χώρο γύρω του. Του φαινόταν σχετικά γνώριμος προσπάθησε να θυμηθεί όταν είδε έναν κύριο μεγάλης ηλικίας να τον πλησιάζει και να του λέει "Αντόνιο πως είσαι;".

Ο Αντόνιο δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν και ρώτησε με την αδύναμη φωνή του " Ποιος είσαι και τι θες από μένα;". Ο ηλικιωμένος κύριος του χαμογέλασε γλυκά απαντώντας του "ο πατέρας της Αθηνάς είμαι". Ο Αντόνιο άρχισε να βομβαρδίζει τον πατέρα της Αθήνας με διαφορές ερωτήσεις .'' Πως βρέθηκα εγώ εδώ; Δεν έπρεπε να ήμουν νεκρός; Η Αθήνα που είναι;". είπε προσπαθώντας να σηκωθεί αλλά οι δυνάμεις του δεν τον κράτησαν και πολύ όρθιο κάνοντας τον να πεσει με δύναμη προς τα πίσω κάνοντας τον επίσης να βγάλει μία κραυγή πόνου.

Ο πατέρας της Αθήνας του έδωσε κάποιες συμβουλές για να τον βοηθήσει αλλά ο Αντόνιο δεν τις άκουγε στο μυαλό του ήταν μόνο η Αθηνά. Όταν καταλαβε ότι δεν τον παρακολουθεί του είπε ''Αντόνιο σύνελθε πρέπει να με ακούσεις αν θες να γίνεις καλα ''. '' Πως να γίνω καλά ενώ ξέρω ότι η Αθηνά μου η Αθηνά σου κινδυνεύει. Δεν ξέρεις τι μπορούν να τις κάνουν. Τι μπορεί να βάλουν στο ανελέητο αυτό μυαλό τους. Πρέπει να με βοηθήσεις να γινώ όσο πιο γρήγορα καλά πρέπει να την πάρουμε πίσω.

Ο πατέρας της Αθηνάς του απαντησε με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής του '' Εσύ δεν θα πας πουθενά σε τέτοια κατάσταση θα σε βοηθήσω να γίνεις καλά αλλά πρέπει να μ' ακούσει. Θα φύγεις μόλις γίνεις κάπως καλά θα βρούμε κάποιον να σε πάρει στη Ιταλία. ''Μα πως θα αφήσουμε την Αθηνά στο έλεος αυτωνών πρέπει να την βρούμε ''. '' Η Αθηνά είναι δυνατή θαρραλέα θα τα καταφέρει πάντα τα καταφέρνει η Αθηνά μου''. Είπε ο πατέρας της προσπαθώντας να τον ηρεμήσει ενώ ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο του.

'' Μα πρέπει να τη δω να της πω έστω ένα αντιο δεν μπορώ να την αφήσω να νομίζει ότι είμαι νεκρός . Ο πατέρας της τον κοίταξε στα μάτια και του είπε ''επειδή ξερω οτί αγαπάς την κόρη μου θα βρω έναν τρόπο για να σε παρω να δεις για λίγο την Αθηνά δεν θα τη πάρουμε γιατί θα μπλέξουν αθώοι άνθρωποι μόνο να τη δεις. Θα σου ράψω της πληγες και ξημερώματα τις τέταρτης θα πάμε να δεις την Αθηνά αλλά μέχρι τότε θα είσαι ξαπλωμένος και κρυμμένος καλά''. Ο Αντόνιο κούνησε το κεφάλι του θετικά και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα πρόσωπα των δύο αυτών ανδρών.

Η Αθηνά ήταν σε ένα σκοτεινό κελί καθισμένη στο πάτωμα με τα χέρια στα γόνατα ένοιωθε φοβισμένη άκουγε φωνές και ουρλιαχτά τα οποία την κάνανε να νιώθει τρόμο για το τι θα της συμβεί σε λίγο καιρό. Άκουσε βήματα τυλίχτηκε πιο πολύ ακούστηκε ο ήχος που κάνει η κλειδαρότρυπα άρχισε να σιγο κλαίει. Η πόρτα άνοιξε ένας Γερμανός στρατιώτης μπήκε μέσα αφήνοτας λίγο νερό και πολύ λίγο ψωμί. Η Αθηνά ρώτησε τον στρατιώτη φοβισμένα'' γιατί μου δίνετε φαΐ; Αφού θα με σκοτώσετε σε λίγο καιρό''. ΄΄Γιατί καλή μου θέλουμε να έχεις για άλλα πράγματα''. Της είπε και χαμογέλασε πονηρά

Η νύχτα δεν άργησε να έρθει οι ώρες περνούσαν βασανιστικά και για τον Αντονιο και για την Αθήνα και οι δύο περίμεναν να βρεθούν έστω για λιγο μαζί και η Αθήνα να νοιώσει ασφάλεια στην αγκαλιά του.

Ξημέρωσε...Ο ήλιος άρχισε να μεταφέρει αυτή την μοναδική του λαμψη σε όλα τα σπίτια σε όλες τις γειτονιές δίνοντας στους ανθρώπους την ελπίδα της απελευθερωσης. Η Αθήνα δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ ο φόβος και ο τρόμος την είχε κατακλύσει η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που μπορούσε να την ακούσει και η ίδια.

Η πόρτα άνοιξε δεν ήταν ο ίδιος στρατιώτης ήταν ένας ψηλός ξανθός με έντονα μπλε μάτια την πήρε βίαια από το χέρι και την μετέφερε σε ένα άλλο δωμάτιο. Στο δωμάτιο αυτό υπήρχε ένα κρεβάτι έριξε την Αθήνα και άρχισε να την φιλάει βίαια στά χείλη στο λαιμό έφτασε στο στήθος προσπάθησε να της ξεκουμποσει τα κουμπιά από το φόρεμα μα Αθήνα προσπάθησε να τον εμποδίσει σπρώχνοντάς τον με δύναμη πέρα πεταγοντας τον στον καθρέφτη κάνοντας τον χίλια κομμάτια

Εκείνος δεν έπαθε τίποτα η στολή του απλά σκηστικε. Σηκώθηκε γρήγορα πρόλαβε την Αθήνα και της είπε " που πας αγάπη δεν τελειώσαμε ακόμα".  Άρχισε να φωνάζει "Ασε με ασε με" εκείνος ανεβασε τον τόνο της φωνής του και είπε "εμένα δεν θα μου φωνάζεις" Σηκωσε το χέρι του και με μία γρήγορη κίνηση το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλο της Αθήνας.

Δάκρυα Κύλησαν από τα μάτια της ο στρατιώτης την τράβηξε έξω την πήγε στο κελί της και την πέταξε αγρια στον τοίχο γεμίζοντας το σώμα την με μελανιές. 

Το βράδυ δεν άργησε να ερθει ο Άντονιο σηκωθηκε ήταν σχετικά καλά μαζί με τον πατέρα της Αθήνας συνάντησαν εναν ντόπιο με ο οποίος θα τους βοηθούσε να μπουν μέσα χωρίς να πάθουν κάτι.

Πήραν όπλα και φύγαν πήγαν από ένα πέρασμα που ξέραν μόνο λίγα άτομα άνοιξαν μια πόρτα και βρέθηκαν λίγα μέτρα πιο μακριά από το κελί της Αθήνας κοίταξαν αν υπάρχει κανένας στρατιώτης όλοι έλειπαν. Έτσι έτρεξαν γρήγορα και είδαν την Αθήνα να κάθετε και να κλαίει ο Αντόνιο της φώναξε όσο πιο χαμηλά μπορούσε " Αθήνα έλα εγώ είμαι ο Αντόνιο σηκώθηκε το κεφάλι της και είδε τον Αντόνιο.  Έτρεξε γρήγορα κοντά του του επιασε το χέρι σφιχτά και είπε χαμηλά "Το ήξερα ότι θα έρθεις Αντόνιο μου έκανες αυτές τις μέρες που σε γνώρισα τόσο υπεροχες ακόμα και αν είμαστε σε πόλεμο να ξέρεις σ'αγαπώ".

Ο Αντόνιο της χαμογέλασε "Και γω σ'αγαπώ και να ξέρεις ότι όλα αυτά θα τελειώσουν σύντομα μικρή μου αγωνίστρια και θα γυρίσω πίσω και θα ζήσουμε μία ευτυχισμένη ζωή μαζί αν κάποιος δεν επιζησω να ξέρεις ότι θα είσαι για πάντα στην καρδιά μου Αθήνα Σ'ΑΓΑΠΏ..." Της και της έδωσε ένα τελευταίο παθιασμένο φιλί


Γεια σας νεο παρτ ξανά σας αγαπώ και ευχαριστώ❣
Καλό διάβασμα 💘

Ο Ιταλός στρατιώτης Where stories live. Discover now