Welcome, or not?

276 27 7
                                    

Την επόμενη μέρα πρωί πρωί μου τηλεφώνησε ο Άλεξ για να μου πει πως ο θείος του θέλει και εμένα στην δουλειά. Έπρεπε να φύγουμε την Τετάρτη, δηλαδή μετά από δύο μέρες, γιατί η σεζόν είχε ήδη ξεκινήσει και δεν έπρεπε να χάνουμε χρόνο. Ο μπαμπάς μου είχε χαρεί με αυτή την ιδέα -ίσως επειδή θα με ξεφορτωνόταν- αλλά η μάνα μου ήταν αγχωμένη με όλη αυτή την φάση με την δουλειά. Και που θα κοιμάστε, που θα τρώτε, και αν γίνει τίποτα, ποιος θα μας ειδοποιήσει; "Μην φοβάσαι μαμά, αν με σκοτώσουν θα φροντίσω να σου τηλεφωνήσω να μην ανησυχείς". Μόνο που αντί να καταλάβει το αστείο, θύμωσε περισσότερο. Στο τέλος αναγκάστηκα να την απαγορεύσω να ασχοληθεί άλλο μαζί μου μέχρι να φύγω. Δεν λένε πως μετά από μια ηλικία τα παιδιά γίνονται οι γονείς; Αυτό ισχύει, το ξέρω από πρώτο χέρι. 

"Χρήστο" άκουσα από τον διάδρομο ενώ έλεγχα για μία τελευταία φορά τα πράγματα μου. "Ναι!" φώναξα. Η μάνα μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο. "Να προσέχετε πολύ, ε; Και έχεις την ευθύνη της μηχανής. Πρώτη φορά πας τόσο μακριά, έτσι; Αν δεν θες, πες το, να σας πάω εγώ με το αμάξι". Την αγριοκοίταξα. Τόσο καιρό ανυπομονούσα για το πότε θα καβαλήσω επιτέλους αυτή την μηχανή. Τώρα που ήμουν έτοιμος, δεν θα μου σταματούσε αυτή τη χαρά μου. "Είπα θα πάμε με την μηχανή. Ανυπομονώ από την μέρα που την πήρα να πάω τόσο μακριά". "Χρήστο, έχετε πολλές βαλίτσες. Πρέπει να τις φέρω εγώ με το αμάξι, στην μηχανή δεν χωράνε". Να πω την αλήθεια, σε αυτό είχε ένα δίκιο. Εγώ είχα έναν σάκο και μία βαλίτσα και πιστεύω και ο Άλεξ θα είχε τόσες, οπότε χρειαζόταν μία βοήθεια για να τις μεταφέρουμε στο λιμάνι. "Εντάξει, θα φέρεις εσύ τις βαλίτσες στο λιμάνι". "Μήπως να έρθω και εγώ στην Θάσο;". "Μαμά, γίνεσαι εκνευριστική". 

(Time spends)

Το ταξίδι με το πλοίο κρατούσε περίπου τέσσερις ώρες. Είχε όμως πολύ καλό καιρό και περάσαμε όλες αυτές τις ώρες στο κατάστρωμα να χαζεύουμε την θάλασσα. Είχα πάρα πολλά χρόνια να ανέβω σε πλοίο, από τότε που ήμουν μικρούλης και η μαμά μου με είχε από το χεράκι. Και τώρα, σε πέντε μήνες γινόμουν ενήλικος, ήμουν επάνω στο πλοίο μαζί με τον άνθρωπο της ζωής μου και πήγαινα προς το νησί όπου θα περνούσα υπέροχα όλο το καλοκαίρι μαζί του. Από την μια ανυπομονούσα, από την άλλη όμως αισθανόμουν λίγο ξένος. Δεν γνώριζα κανέναν, ο μόνος που γνώριζα ήταν εκείνος. Αλλά είμαι κοινωνικός, δεν χρειάζεται να ανησυχώ, θα γνωρίσω άτομα. Όχι βέβαια ότι είχα ανάγκη να γνωρίσω άλλα άτομα, το μόνο άτομο που ήθελα και χρειαζόμουν ήταν εκείνος. 

Το μαγαζί του θείου του δεν βρισκόταν πολύ μακριά από το λιμάνι. Ο Άλεξ πήρε ένα ταξί και έβαλε εκεί μέσα τις βαλίτσες μας, και εγώ με την μηχανή ακολουθούσα από πίσω. Μόλις φτάσαμε εκεί, ένας άντρας γύρω στα πενήντα με πενήντα πέντε μας πλησίασε. Λογικά ήταν ο θείος του. "Καλώς ορίσατε" είπε. Άφησα την μηχανή στην πίσω πλευρά του μαγαζιού και έβγαλα τις βαλίτσες από το ταξί. "Γεια σου, θείε. Από εδώ ο Χρήστος που σου έλεγα". Ο θείος του μου έδωσε το χέρι του. "Καλημέρα" ψιθύρισα. 

Ο Άλεξ με αγκάλιασε από πίσω. "Ντρέπεσαι;" μου ψιθύρισε στο αυτί. "Όχι πολύ, εντάξει". "Πάντως δεν ξέρει". Απομακρύνθηκε από κοντά μου και μπήκε στο εσωτερικό της ταβέρνας. "Καθίστε" μας είπε. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι. "Δεν θέλω να σας απογοητεύσω, αλλά δεν μπορώ να σας δεχτώ νόμιμα εδώ λόγω της ηλικίας σας, και επειδή περνάνε από εδώ πολλοί παράξενοι που κάνουν έλεγχο, λέω τελικά μήπως ήταν βλακεία που σας έφερα ως εδώ". Τι; Πως τολμούσε; Ξόδεψα τόσες μέρες ανυπομονώντας και κάνοντας τόσα όνειρα για το πόσο ωραία θα περάσω εδώ, και τώρα μας έδιωχνε; "Άρα είμαστε ένα πρόβλημα για εσάς; Αυτό εννοείτε;" ρώτησα εκνευρισμένος. 

"Μπορείτε να είστε εδώ αλλά δεν θα δουλεύετε, τουλάχιστον όταν υπάρχει πολύς κόσμος στο μαγαζί. Ή μπορείτε να είστε στην κουζίνα και να μην σας βλέπει κανείς". Φαινόταν ήρεμος, το αντίθετο από εμένα. Είχε αρχίζει να κοκκινίζω από τον θυμό μου. Ο Άλεξ μου έπιασε το χέρι κάτω από το τραπέζι. "Άρα να φύγουμε, δεν μας χρειάζεσαι". Είχε αρχίσει και ο Άλεξ να θυμώνει. "Δεν είπα αυτό, αν θέλετε καθίστε. Απλά δεν είμαι σίγουρος αν σας θέλω να δουλεύετε εδώ σαν να είστε κανονικοί σερβιτόροι, δώστε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ". Όσο ήθελε. Αρκεί να μας έμενε και λίγο καλοκαίρι να βγάλουμε και κανένα φράγκο. 

Τα βράδια θα κοιμόμασταν στον επάνω όροφο του σπιτιού του. Ναι, είχε διώροφο σπίτι. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί το εσωτερικό διώροφου σπιτιού. Ήταν ωραίο, για να είμαι ειλικρινής. Ο ιδιοκτήτης του όμως ήταν ένας από τους πιο αγενής ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ήταν ανύπαντρος, είχε όλο το σπίτι δικό του, οπότε ίσως να του ερχόταν κάπως να μένουμε και εμείς εκεί. Όμως δεν τον είχαμε ανάγκη, και δεν πιστεύω να συναντιόμασταν πολύ μέσα στο σπίτι, ήταν τεράστιο. Είχαμε ολόκληρο όροφο δικό μας, γιατί να ήμαστε κάτω μαζί του; Εκτός αυτού, μου άρεσε και το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος δεν του είχε μιλήσει για εμάς. Δεν τον ένοιαζε βασικά. Αρκεί μόνο να μην μας άκουγε κανένα βράδυ και ερχόταν να δει τι συμβαίνει και πάθαινε σοκ. Οπότε να φροντίζω να κλειδώνουμε την πόρτα πριν "κοιμηθούμε". 

𝖠𝖽𝖽𝗂𝖼𝗍𝖾𝖽 𝗍𝗈 𝗒𝗈𝗎 (𝖻𝗑𝖻)Where stories live. Discover now