† Μέρος 7

92 7 1
                                    

Για τον Άρχοντα ήταν αδύνατο να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα. Στριφογύρνουσε στα σκεπάσματα του, τιναζόταν από δω, τιναζόταν από κει, τα πουπουλένια παπλώματα του φαίνονταν υπερβολικά βαριά, το στρώμα του σκληρό, τα πόδια του πολύ ελαφρά, το κεφάλι του βούιζε ανεξέλεγκτα και το μυαλό του επαναλάμβανε τις ανελέητες εικόνες της σημερινής μέρας.Κι όταν κατάφερνε να κοιμηθεί,ήταν για δευτερόλεπτα, έβλεπε δύο χρυσά μάτια να τον κοιτούν στην ψυχή και τιναζόταν ιδρωμένος, φωνάζοντας ξαφνιασμένος.

Σηκωνόταν και έκανε βόλτα στο δωμάτιό του, σε μία προσπάθεια να αποβάλει την ανησυχία του και την ταραχή του, σαν μοναχικός σκύλος, χωρίς αποτέλεσμα.Του πέρασε η ιδέα απ'το μυαλό να καλέσει μια υποψήφια ερωμένη και να περάσουν όλη τη νύχτα κλεισμένοι στην κάμαρα του, όμως αισθανόταν υπερβολικά κουρασμένος για ερωτικά παιχνίδια, πόσο μάλλον με μια πληθωρική γυναίκα που θα τον κοιτούσε σε όλη τη διάρκεια με ψεύτικη λαχτάρα.Σκέφτηκε πως είχε γεράσει πια γι'αυτά, κοροϊδεύοντας τον εαυτό του.

Δολοφόνε...

Ο νους του άθελά του, επέστρεφε στο παιδί που συνάντησε στο δάσος. Το μυαλό του επικεντρώθηκε στο τελευταίο, ώριμο, αποφασισμένο βλέμμα που του έριξε, πριν το σκοτώσει. Έτσι κοιτούσαν οι στρατιώτες που είχαν λιποτακτήσει, που ηθελημένα οδηγούνταν στην κρεμάλα, αναλαμβάνοντας πλήρως τις ευθύνες τους. Ετσι κοιτούσαν οι βαριά άρρωστοι,οι καταδικασμένοι σε ένα κρεβάτι ακινησίας και πόνου, αυτό το βλέμμα σήμανε τη λήξη της μιζέριας τους με ένα ξίφος στο λαιμό. Ο Άρχοντας κούνησε το κεφάλι του διώχνοντας αυτή την εικόνα, που τόσες φορές είχε δει στους χωρικούς και στους στρατιώτες του. Άναψε ένα κερί και κάθησε για λίγο στην αναπαυτική καρέκλα του, τείνοντας τους κροτάφους του.

Δολοφόνε...

Δεν γινόταν να ένιωθε τύψεις. Η κουκουβάγια έτρωγε το λαγό για να τραφεί χωρίς τύψεις, τα σκυλιά έδιωχναν χωρις τύψεις τις αλεπούδες για να προστατέψουν τις κότες,τα σπουργίτια μάζευαν άχυρο χωρίς τύψεις για να χτίσουν τις φωλιές τους, όλα αυτά σε ένα φυσικό κύκλο ζωής και ενστίκτου. Ειχε διατάξει τη δολοφονία τόσων παιδιών άλλωστε και το σημερινό παιδί δεν ήταν παρά άλλο ένα μπάσταρδο που μπορούσε να αρπάξει το βασίλειό του. Έπρεπε να νιώθει τύψεις που προστάτευε τα υπάρχοντά του;

Δολοφόνε...

Όχι, αυτό ήταν ανήκουστο. Τύψεις για κάποιον που ήθελε να του πάρει την εξουσία,το θρόνο που με τόσο κόπο είχε κερδίσει απ'τον πατέρα του όταν ήταν ακόμη δεκαοχτώ! Τύψεις για κάποιον τέτοιο;Δεν αποτελούσε εξαίρεση από ένα κοινό κλέφτη!

Ο Άρχοντας των ΛύκωνWhere stories live. Discover now