Κεφάλαιο 2. Το λες και οικογένεια

626 36 41
                                    

Ξύπνησα και ένιωσα πολλά μαλλιά πάνω στο πρόσωπο μου «μάζεψε τα μαλλιά σου κοπέλα μου » απευθύνθηκα στην Βάλερι ενώ χασμουριομουν

«μμμμμ» έκανε αυτή και τέντωσε τα χέρια τα οποία βρέθηκαν στο πρόσωπο μου «καλημέρα» νιαουρισε λίγα δεύτερα αργότερα «Μέρα» της απάντησα εγώ και σηκώθηκα από το κρεβατι.

«Εγώ θα πάω πρώτη στο μπάνιο» τσιριξε η Βάλερι αλλά την αγνόησα «Φιλιά» της είπα μπαίνοντας στο μπάνιο και την άκουσα να γρυλίζει.
Καθώς έπλενα τα δόντια μου συνειδητοποίησα ότι σε 3 μέρες θα έφευγα από το σπιτι μου και θα πήγαινα στην Αριζονα , τέλεια, σκέφτηκα.

Βγήκα από την τουαλέτα και είπα στην Βάλερι πως πάω κάτω αλλά εκείνη δεν μου έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

Την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες άκουσα θόρυβο από την κουζίνα και πραγματικά παραξενεύτηκα. Μόλις μπηκα στην κουζίνα ώστε να καλημερίσω την μαμα μου παρατήρησα τον πατέρα μου να κάθεται στο όμορφα, στρωμένο τραπέζι με πάνω κάθε λογής καλούδια, ενώ η μαμα μου έφτιαχνε τηγανητές.

«Τι συμβαίνει;» Ρώτησα κοιτάζοντας την μαμα μου μια και είχαμε να φάμε κάτι αιώνες μαζί μεσημεριανό ποσό μάλλον πρωινό. Αντί όμως να μου απαντήσει η μητέρα μου τον λόγο πήρε αυτός

«Ποιο είναι το πρόβλημα νεαρέ μου στο να φάμε σαν οικογένεια πρωινό;» Αναρωτήθηκε αυτός σαν να μην ήξερε. Στήριξα τα χέρια πάνω στο τραπέζι και του είπα «Το πρόβλημα είναι ότι δεν ήμαστε οικογένεια» και έφυγα σφαίρα για το δωμάτιο μου.

Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει με αυτούς τους δυο και από ποτέ η μαμα μου του ετοιμάζει πρωινό. Μπηκα στο δωμάτιο και είδα την Βάλερι ,την οποία είχα ξεχάσει, να βάφεται.
«Ακουσα φωνές, όλα καλά;» Με ρώτησε η κολλητή μου· ξέρει πως είναι τα πράγματα με τον πατέρα μου, με καταλαβαίνει. «Όλα καλά... απλώς δεν καταλαβαινω» αποκρίθηκα εγώ.

«Είναι κάτω μαζί και του φτιάχνει πρωινό» της διευκρίνισα μετά από λίγο. Το βλέμμα της τα έλεγε όλα, γεμάτο περιέργεια και ειρωνία. Κούνησε το κεφάλι της και τελικά είπε «τι;.....ΤΙ;;;;;» τότε την κοίταξα με απελπισμένο βλέμμα και της είπα «Σοβαρά». Προφανώς σοκαρισμένη όσο και εγώ μου πρότεινε να βγούμε έξω και εγώ συμφώνησα.

Την ώρα που συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων τρώγοντας παγωτό μέντα με κομματάκια σοκολάτας στο αγαπημένο μας παγωτατζιδικο το τηλέφωνο της παιδικής μου φίλης χτύπησε, της έκανα νόημα για την ρωτήσω ποιος είναι, αυτή μου απάντησε με τα μάτια «περίμενε», το σήκωσε λέγοντας.

Ζήσε Where stories live. Discover now