Κεφάλαιο 5: Συγγνώμη ηταν τυχαιο

406 32 7
                                    

27 Σεπτεμβρίου

Γκάς

Ο Σεπτεμβριος πέρασε χωρις να το καταλάβουμε, οι ημέρες κυλούσαν ήσυχα. Έιχαμε γίνει όλοι μαζί μια ωραία παρέα.

Εγώ με τον Ζώη είχαμε αρχίσει να ερχόμαστε πιο κοντά. Τίποτα παραπάνω όμως από δυο καλούς φίλους οι οποίοι περνούν μαζί την ώρα τους κανοντας χαζομάρες.

Είχαν περάσει οι δυο πρώτες ώρες και τώρα είχαμε διάλειμμα. Πήγαινα να τον βρω στο κάτω όροφο μια και είχαμε διαφορετικά μαθήματα. Καθώς περπατούσα παρατήρησα τον Ζώη να μιλάει με την Κλόι, την κοπέλα που με είχε πρήξει ότι άνετα θα την έβαζε κάτω και θα της "έβγαζε τα μάτια" και όχι με την νορμαλ έννοια.

Ήταν ώρα ποια να εξουδετερωσω την απειλή, τουλάχιστον για την ώρα. Τον πλησίασα σιγά, σιγά για να μην με καταλάβει και του έκανα κεφαλοκλείδωμα πειράζοντας τα μαλλιά του ώστε να του αποσπάσω την προσοχή του και να σταματήσει την ψηλή κουβεντούλα με την ξυνή την Κλόι.

Ξέρετε, από εμφάνιση, κλασική ξανθιά, σκουλαρίκι στην μύτη, ωραίες καμπύλες και ωραίο χαμογελο. Ομως από αυτές με τον καλό και ήπιο χαρακτήρα.Με λίγα λόγια η τέλεια κοπέλα.

ΖΩΗΣ

Την ώρα που καθόμουν αμέριμνος στο διάδρομο έχοντας επιτέλους πιάσει συζήτηση με την Κλόι που παραδόξως πήγαινε καλά και φαινόταν να ψήνεται να αρχίσουμε να βγαίνουμε πιο "στενά", ένιωσα ένα χέρι να τυλίγει τον λαιμό μου και στη συνέχεια να μου ανακατεύει τα μαλλιά. «Τι διάολο;».

Πήγα να βρίσω τα θεία, γυρνώντας να δω ποιος είναι παρατήρησα πως είναι ο Γκας ο οποίος γελούσε σαν καθυστερημένη φώκια. Τον κοίταξα για λίγο απορημένος και έπειτα τον αποκάλεσα με το επίθετο του

«Χολλαντ, αγόρι μου είσαι καλά;». Τον ρώτησα προσπαθώντας να παίξω τον θυμωμένο παρόλο που δεν μπορώ να του θυμώσω.

Από ότι κατάλαβα πέτυχα τον σκοπό μου, τον έκανα να νομίζει πως έχω θυμώσει.

Εκείνος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, τόσο πολύ που αν ήταν καρτούν θα είχαν σχηματίσει μια σκάλα έως το πάτωμα, πάραυτα θα ήταν ένα χαριτωμένο καρτούν.

Μα τι λέω;; Πάει χάζεψα δεν εξηγείται αλλιώς. Μυαλό συγκεντρωσου. Σκεφτόμουν μόνος μου. Εντωμεταξύ η Κλόι μας είχε χαιρετήσει και είχε φύγει. Καλή και αυτή τι να πω.

Ο Ογκαστους ο οποίος δεν είχε βγάλει λέξει τόση ώρα είπε σιγανά. «Θύμωσες;» Ενώ εξακολουθούσε να έχει εκεινο το χαζο βλέμμα. Εγώ του χαμογέλασα και πήγα να τον χτυπήσω στο στέρνο με τον ώμο μου, αντί αυτού όμως βρήκα στο πιγούνι. «Αουτς ρε βλήμα» τον άκουσα να λέει  τρίβοντας το σαγόνι του. «Καλε ψηλωσες» έκανα εγώ για πλάκα. «Είσαι ελεηνος» αποκρίθηκε γελώντας. «Πάμε έξω» συνέχισε και μου έπιασε τον ώμο

Ζήσε Where stories live. Discover now