Κεφάλαιο 3ο

649 65 21
                                    


𝒜𝓂𝑒𝓁𝒾𝒶


Στις σειρές και στις ταινίες που έβλεπε -δεν ήταν πολύ κορίτσι των βιβλίων- η Αμέλια πάντα παρατηρούσε πως υπάρχει αυτό το άτομο που έχει το πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι σε μία εφηβική ηλικία το οποίο έχει όνειρα να φύγει από εκεί που έχει μεγαλώσει, να ξεφύγει και να εξαφανιστεί, να γίνει μέρος κάτι μεγαλύτερου από την χάλια πόλη στην οποία μεγάλωσε. Μικροί έφηβοι με μεγάλα όνειρα, πάντα για αυτούς έγραφαν οι πάντες.

Εκείνη βέβαια ποτέ δεν ευχήθηκε να φύγει από την Νέα Υόρκη και να πάει κάπου άλλου. Δεν της άρεσε η ιδέα να ταξιδέψει το κόσμο και να τον βάλει μέσα στην τέχνη της. Φοβόταν πως επειδή ο κόσμος ήταν μεγάλος, θα έλειπε καιρό και πως μέχρι να γυρίσει πίσω η Νέα Υόρκη θα είχε αλλάξει. Άλλωστε η Νέα Υόρκη δεν περιμένει για κανέναν και αυτό η Αμέλια το ήξερε πολύ καλά από τότε που έμενε σε μια όμορφη γειτονιά στο Κουίνς στο σπίτι του πατέρα της. Εκείνη την εποχή αισθανόταν πως ήταν μέρος του πιο σημαντικού πράγματος που υπήρχε στον κόσμο. Δεν ήξερε τι ήταν ή πως έμοιαζε ή ποιο ήταν το όνομα του αλλά το μόνο σίγουρο ήταν πως υπήρχε στην καρδιά της τσιμπεντούπολης. 

Δεν είχε σκεφτεί να την αφήσει ποτέ. Τουλάχιστον, μέχρι να βάλει επίτηδες στο ποτό της Μοράλεζ λίγο υγρό που θα την έκανε να βγάλει το μεσημεριανό της μέσα στο κρύο του Σεπτεμβρίου. Την στιγμή που η κοπέλα την κόλλησε στον τοίχο μπορούσε να δει ότι τα μάτια της έλαμπαν και μιλώντας τα μυτερά της δόντια έδειχναν πιο απειλητικά από ότι συνήθως. Μόνο για εκείνο το δευτερόλεπτο σκέφτηκε ότι ίσως όντως έπρεπε να αλλάξει πολιτεία. Αμέσως μετά όμως συνήλθε διότι θυμήθηκε ποια ήταν και αυτή που ήταν δεν την φόβιζε τίποτε, δεν το έβαζε ποτέ κάτω, πάντα σηκωνόταν άλλη μία φορά. 

Αυτή η πόλη δεν χωράει και τις δύο, σκέφτηκε δραματικά και μετά είπε στην κοπέλα ότι η ανάσα της μυρίζει εμετό για να δει τα μάτια της να βράζουν μέσα σε ένα καζάνι θυμού. 

Όσο θυμόταν τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας δεν μπορούσε παρά να γελάει μόνη της καθώς περπατούσε πρωί στους δρόμους του Μπρούκλιν. Παρ' όλα αυτά ένιωθε πως είχε ξεπεράσει τα όρια και πως θα συνέχιζε να το κάνει εκείνη την ημέρα. Ακόμα κι αν η Μοράλεζ την είχε προειδοποιήσει και η Αμέλια όντως είχε ακούσει εκείνη την φορά και δεν είχε σκοπό να βρεθεί ξανά στον δρόμο της, δεν μπορούσε παρά να δοκιμάσει την τύχη της. Ο Ακιχίρο την είχε πάρει τηλέφωνο μέσα στα άγρια χαράματα -ήταν μόλις έντεκα- και την είχε παρακαλέσει να φέρει έναν φάκελο με έγγραφα στο τμήμα διότι εκείνος τα είχε ξεχάσει και δεν προλάβαινε διότι πνιγόταν στην δουλειά. 

Πριν σβήσουν τ' αστέριαWhere stories live. Discover now