Κεφάλαιο 1

795 88 22
                                    

«Ιάσονα!».

Το ουρλιαχτό μου αντηχεί σε όλο το δάσος. Λουσμένη στον ιδρώτα, με την καρδιά μου να σείεται στο στήθος μου, επαναλαμβάνω ξανά και ξανά το όνομά του. Παραδομένη ακόμα στην ομίχλη του ονείρου μου προσπαθώ να τον εντοπίσω, όντας σίγουρη πως σε λίγο θα ξεπεταχτεί μέσα από τα δέντρα και θα σκαρφαλώσει στη βελανιδιά που έχω επιλέξει για να περάσω τη νύχτα.

«Ιάσονα!».

Φωνάζω το όνομά του μέχρι που η φωνή μου βραχνιάζει και τα λόγια μου μετατρέπονται σε ένα μονότονο ψιθύρισμα. Η αγωνία με έχει κυκλώσει, η ανησυχία με παραλύει. Πού είσαι, αδερφέ μου;

«Νεφέλη». Η βραχνή φωνή του Αχιλλέα δίπλα μου δεν με εμποδίζει από το να συνεχίζω να προφέρω το όνομά του αδερφού μου. «Νεφέλη!». Αυτή τη φορά ο τόνος του είναι επιτακτικός. Χρειάζεται να με ταρακουνήσει βίαια για να σταματήσω και να τον αντικρίσω ευθεία στα πρησμένα από το κλάμα μάτια του. «Νεφέλη, δεν μπορεί να σε ακούσει!».

«Φυσικά και μπορεί!», επιμένω εγώ. «Πριν λίγο ήταν εδώ, δίπλα μου, και μου μιλούσε για αστέρια. Όπου να ’ναι θα έρθει».

«Όχι, Νεφέλη! Δεν θα έρθει! Δεν θα έρθει ποτέ ξανά!», λέει κουρασμένα και διακρίνω ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό του.

«Είσαι ψεύτης!», του φωνάζω αρνούμενη να πιστέψω στα λόγια του. «Θα έρθει! Είναι ο δίδυμος αδερφός μου και είμαστε αχώριστοι! Δεν μπορεί να μην επιστρέψει!».

«Νεφέλη, άκουσέ με!», παρακαλεί ο Αχιλλέας. «Ο Ιάσονας… ο Ιάσονας είναι νεκ…».

«ΣΚΑΣΕ!», ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη, τόσο βροντερά που τα κόκαλά μου τρίζουν. «Μην το πεις! Μην το πεις!».

Εκείνος όμως συνεχίζει. Τα μάτια του είναι κατακόκκινα, η φωνή του τρεμουλιαστή κι όταν μιλάει οι λυγμοί τον θερίζουν.

«Ο αδερφός σου είναι νεκρός. Όπως κι οι γονείς μου και οι αδερφή μου κι όλοι οι επαναστάτες… Τους σκότωσαν. Ήσουν μπροστά. Το είδες με τα μάτια σου. Όλοι νεκροί…».

Δεν προλαβαίνει να τελειώσει την πρότασή του, όταν με ένα σάλτο προσγειώνομαι στο έδαφος. Αισθάνομαι έναν πόνο μετά την πτώση στον δεξί μου αστράγαλο, αλλά τον αγνοώ. Αντιθέτως, ανασηκώνομαι αμέσως και αρχίζω να τρέχω ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα του δάσους.

Προσπερνώ με αστραπιαία ταχύτητα μικρά ξέφωτα και μια ρεματιά με πλατάνια και ξεπερνώ διάφορα φυσικά εμπόδια, όπως πεσμένους κορμούς και αγκαθωτούς θάμνους. Μετά από μερικά λεπτά η αναπνοή μου έχει γίνει γρήγορη και κοφτή, τα πνευμόνια μου καίνε αναζητώντας απεγνωσμένα οξυγόνο, ενώ ο πόνος στο πόδι μου γίνεται όλο και πιο έντονος. Επιβραδύνω το τρέξιμό μου, ώσπου βρίσκω μια πηγή από την οποία αναβλύζει δροσερό νερό και κοντοστέκομαι συνειδητοποιώντας την τρομερή δίψα μου. Γεμίζω δυο χούφτες νερό και αναστενάζω από ικανοποίηση όταν η δροσιά του γεμίζει το στόμα μου. Ύστερα ξεπλένω το πρόσωπό μου που έχει γεμίσει γρατζουνιές από τα κλαδιά που με μαστίγωναν στην ξέφρενη κούρσα μου. Αποφασίζω να ξεκουραστώ βεβαιώνοντας τον εαυτό μου πως έχω διανύσει μεγάλη απόσταση και δεν υπάρχει περίπτωση να με βρει ο Αχιλλέας. Άλλωστε ούτε εγώ η ίδια δεν ξέρω πού βρίσκομαι.

Μαξιλάρια γεμάτα αγριεμένα σύννεφα-Βιβλίο 2ο(#Wattys2016-Winner)Where stories live. Discover now