Κεφάλαιο 1ο

67 9 1
                                    

Ένιωθε τον κόσμο γύρω της να την κοιτάει. Δεν της άρεσε όταν όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της έτοιμα να την φάνε, έτοιμα να φάνε την ίδια της την σάρκα και στο τέλος την ψυχή της.

Στεκόταν στη μέση ενός δρόμου και ολόγυρα της ο κόσμος με τα γουρλομενα του μάτια και τις οθόνες του. Αυτά τα κινητά τηλέφωνα έκαναν το τοπίο πιο τρομακτικό. Ένιωθε να την κοιτάνε χιλιάδες μάτια αλλά στην πραγματικότητα δεν κοιτούσαν αυτήν. Κοιτούσαν τις οθόνες οι οποίες κοιτούσαν σε αυτή. Και μόνο στην σκέψη, η Στεφανία τρόμαζε όλο και πιο πολύ και η τρίχα της γινόταν κάγκελο.

Ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Δεν μπορεί να ανοίξει στο χώμα μια τρύπα στα καλά του καθουμένου και να καταπιεί την μικρή Στεφανία.

Άκουγε τον θόρυβο από τα κινητά. Να την βγάζουν φωτογραφίες και βίντεο. Κάθε της κίνηση μέσα σε αυτόν τον κύκλο του θανάτου που δημιούργησαν γύρω της καταγράφονταν στα κινητά τους και έπειτα αυτοί θα τα έστελναν στους φίλους τους, θα τα ανέβαζαν στο you tube και στο τέλος ότι κατέγραφαν τα κινητά θα έμενε για πάντα. Και το κακό είναι ότι τα κινητά δεν ξεχνούν όπως τους ανθρώπους. Τα βίντεο και οι φωτογραφίες θα έμεναν για πάντα. Θα έμεναν να την ακολουθούν για όλη της την ζωή.

Ήθελε να ουρλιάξει τόσο δυνατά μα είχε κοκαλώσει ακριβώς στη μέση του θανατηφόρου κύκλου. Δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Φοβόταν όπως το παιδάκι φοβάται το σκοτάδι. Ήθελε να κλάψει αλλά κρατήθηκε. Αυτό μακριά από τις κάμερες.

...

Ξύπνησε με τον φόβο στα μάτια της. Δεν άντεχε άλλο αυτές τις σκέψεις. Νόμιζε ότι πετούσε για λίγο στον αέρα και ότι μετά από αυτόν τον τραγικό εφιάλτη προσγειώθηκε ξαφνικά πίσω στο κρεβάτι της. Ένιωσε τα ελατήρια να ανεβοκατεβαίνουν και αυτή να χτυπιέται πάνω στο στρώμα. Πήρε το μαξιλάρι και το έριξε πάνω στο πρόσωπο της. Ήθελε να κλάψει και ίσως κάτω από την μαξιλαροθήκη να τα κατάφερε. Ένιωθε λίγο ζαλισμένη, ίσως να είχε πονοκέφαλο.

Δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ήθελε να μείνει κάτω από τα παπλώματα και να κοιμάται ήρεμη, χωρίς εφιάλτες. Όμως, η μέρα ξεκινάει μόλις σηκωθείς από το κρεβάτι σου και αντιμετωπίσεις την ζωή κατάμουτρα.

Μόλις σηκώθηκε πήγε στο γραφείο της όπου βρισκόταν το κινητό της. Αφού το πήρε στα χέρια της, το άνοιξε και έμεινε έκπληκτη που η φίλη της η Ζωή δεν της έστειλε μήνυμα. Είχε πει πως θα της στέλνει κάθε πρωί μόλις ξυπνάει. Φαίνεται την ξέχασε, ίσως την διέγραψε οριστικά από την ζωή της. Λοιπόν, ήταν θέμα χρόνου, απλά δεν περίμενε να γίνει τόσο νωρίς.

Η Στεφανία πέταξε τη συσκευή πάνω στο κρεβάτι της. Δεν την συμπαθούσε. Καμιά φορά νόμιζε ότι την παρακολουθεί κάθε φορά που την ανοίγει, που στέλνει μηνύματα, που βγάζει φωτογραφίες. Φοβόταν.

Ήθελε να κοιταχτεί στον καθρέφτη, όμως στο δωμάτιο της δεν είχαν βάλει ακόμη τον καθρέφτη της. Ήταν μέσα σε μια από τις πολλές κούτες που βρίσκονταν στο δωμάτιο της. Μετακόμισε πριν λίγες μέρες στο καινούργιο της σπίτι μαζί με την οικογένειά της και δεν είχαν προλάβει να ξεπακετάρουν. Ο χρόνος ίσως δεν έφτανε για να ταιριάξουν τα πράγματα τους αλλά για να κάνει την εγγραφή στο καινούργιο της σχολείο προλάβαιναν. Η Στεφανία και μόνο στη σκέψη ότι σήμερα έπρεπε να πάει στο καινούργιο της σχολείο την έκανε να θέλει να γυρίσει στο κρεβάτι της και να κουκουλωθεί. Ίσως για να μην την βρει ο φόβος.

Δεν θα ήξερε κανέναν και κανένας δεν θα την ήξερε. Έπρεπε να κάνει νέες γνωριμίες και αυτό μπορεί να ακούγεται απλό αλλά δεν είναι έτσι. Ο κόσμος της αλλάζει μέσα σε λίγες μέρες, οι παλιοί της φίλοι την έχουν ξεγράψει ήδη, περιβάλλεται από νέο κόσμο, το τοπίο είναι διαφορετικό και το βλέπει για πρώτη φορά. Όλα είναι τρομακτικά και απαίσια. Αλλά, να μιλήσει σε κάποιον και να του ζητήσει να γίνουν φίλοι είναι ακόμα πιο τρομακτικό.

Ντρέπεται και φοβάται. Πόσο αδύναμη μπορεί να είναι για να φοβάται τόσο πολύ και να μην μπορεί να ελέγχει τον φόβο της;

Πήγε στην τουαλέτα και κοίταξε την αντανάκλαση της στον καθρέφτη. Έριξε νερό στο πρόσωπο της για να ξυπνήσει. Το κεφάλι της ακόμη πονούσε.

Έτρεξε στο δωμάτιο της και διάλεξε μερικά ρούχα από την ντουλάπα της. Ένα απλό παντελόνι και μια μπλούζα που της είχε κάνει δώρο η μαμά της πέρσι. Έτρεξε πάλι στο μπάνιο και αφού φόρεσε τα ρούχα της, άρπαξε την χτένα που βρίσκονταν μέσα σε ένα ντουλαπάκι και άρχισε να χτενίζει ρυθμικά τα μαλλιά της. Οι ανακατεμένες μπούκλες της έπαιρναν την μορφή που θα 'πρεπε να έχουν όμως, η διαδικασία την πονούσε. Ένιωθε την χτένα να της τραβάει τα μαλλιά, όλο και πιο δυνατά με κάθε της κίνηση.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ήταν έτοιμη. Για ένα λεπτό νόμιζε πως ένιωθε κι έτοιμη. Έτοιμη να αντιμετωπίσει τους φόβους της και να ξεκινήσει μια νέα ζωή.

Η μητέρα της είχε ξυπνήσει εδώ και ώρα. Πάντα κατάφερνε να ξυπνάει γρήγορα, να ντυθεί και να φάει γρήγορα, να είναι έτοιμη κάθε φορά που έπρεπε, την ώρα που έπρεπε. Η Στεφανία πίστευε ότι αυτό ήταν μία υπερδύναμη, ήταν απίστευτο να μπορεί κάποιος να δουλεύει και να λειτουργεί τόσο γρήγορα. Μακάρι να μπορούσε να τα καταφέρει σαν την μητέρα της. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος κινείται τόσο γρήγορα και όπως η μητέρα της έτσι κι αυτή, μια μέρα θα έπρεπε να μάθει να είναι γρήγορη. Η γρηγοράδα στις μέρες μας απαιτείται.

Η μητέρα της την περίμενε κάτω για να φύγουνε. Δεν είχε φάει καμία από τις δύο πρωινό. «Άντε, αργήσαμε», είπε η μητέρα της χαμογελαστή, κοιτώντας την κόρη της μέσα στα μάτια. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είσαι τόσο γρήγορη κάθε φορά», ήταν τα μόνα λόγια που μπορούσε να πει η Στεφανία εκείνη την στιγμή.

Αφού βγήκαν από το σπίτι, η Στεφανία κατευθύνθηκε στο αμάξι και κοίταξε για μια ακόμη φορά την καινούργια της γειτονιά. Ένας τεράστιος δρόμος απλωνόταν μπροστά και υπήρχαν και άλλα σπίτια γύρω από το δικό της. Ένα αγόρι με μαύρα μαλλιά, σηκωμένα προς τα πάνω, φορώντας γυαλιά ηλίου και μια σχολική τσάντα στη πλάτη βγήκε από το σπίτι που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το δικό της. Ίσως πήγαινε στο ίδιο σχολείο με αυτήν. Κάποια στιγμή καθώς απομακρυνόταν νόμιζε πως την κοίταξε.

Αν και τρόμαζε στην σκέψη ότι όλα αυτά ήταν καινούργια για αυτήν, της άρεσε λίγο μυστήριο στη ζωή της. Ήθελε να ανακαλύψει τα μέρη που βρίσκονταν τριγύρω. Ίσως ήθελε να γνωρίσει και καινούργιους ανθρώπους τελικά. Με τον φόβο σκέφτηκε πως δεν θα κερδίσει τίποτα και έμεινε έκπληκτη με το πόσο έτοιμη ένιωθε να ξεκινήσει μια νέα ζωή.

«Μαμά, μου πονάει το κεφάλι.»

«Και γιατί δεν το λες τόση ώρα, χρυσό μου; Πάω στο αμάξι, εσύ αν είναι πάνε πάρε ένα χάπι από την κουζίνα. Μα καλά, γιατί δεν μου το είπες πιο μπροστά; Αυτό έλειπε να μου το έλεγες όταν είχαμε φύγει από το σπίτι.»

«Έρχομαι σε ένα λεπτάκι!»

Πέρασε το κατώφλι της πόρτας και έτρεξε στην κουζίνα. Το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ένιωθε πως όλα γύρω της στριφογύριζαν. Νόμιζε πως έβλεπε τα ποτήρια, τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα να βγαίνουν από τα ντουλάπια και να πετάνε στον αέρα. Πίστευε πως έβλεπε όνειρο, πως όλα αυτά δεν ήταν αληθινά. «Αυτός ο πονοκέφαλος είναι πραγματικά ότι χειρότερο» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε. Κάτι δεν πήγαινε καλά με το κεφάλι της. Απλά έπρεπε να βρει το χάπι και όλα θα ήταν μια χαρά στη συνέχεια. Προσπέρασε το ιπτάμενο τραπέζι της κουζίνας, παραλίγο να χτυπήσει το κεφάλι της στην καρέκλα που αιωρούνταν πάνω από τον νεροχύτη. Ήταν πολύ τυχερή που δεν έσπασε κανένα από τα γυάλινα πιάτα και ποτήρια που βρίσκονταν στον αέρα. Πέρασε λίγος χρόνος ώσπου να βρει το χάπι και αφού το κατάπιε, κοίταξε το δωμάτιο λεπτομερώς για να δει αν κάτι πετούσε στον αέρα όπως πριν λίγα λεπτά. Αλλά όχι, όλα βρίσκονταν στην θέση τους. Από ότι φαίνεται όλα όσα είχε δει ή τουλάχιστον νόμιζε ότι είδε ήταν χάρη στον πονοκέφαλο.

Άκουσε την μητέρα της να κορνάρει. Είχε αργήσει για το σχολείο. Έτρεξε γρήγορα προς το αμάξι και μπήκε μέσα.

SUPERG!RLWhere stories live. Discover now