03.2

45 16 35
                                    


Μετά την τόσο κοντινή μας επαφή το μυαλό μου ταξίδευε ξανά και ξανά στα μελί του μάτια ενώ η αίσθηση των χειλιών του επάνω στα δικά μου έμοιαζε ακόμα τόσο ζωντανή. Με το χέρι μου ακούμπησα τα χείλη μου και κλείνοντας τα μάτια βρέθηκα για ακόμα μια φορά μπροστά του. Ένιωσα ξανά την καρδιά μου να πάλλεται με γοργούς ρυθμούς ενώ η προσμονή μου αυτή τη φορά για το άγγιγμα του ήταν μεγάλη. Μόλις κατάλαβα που ταξίδευε το μυαλό μου και πόσο μάλλον αυτά που σκεφτόμουν γουρλωσα τα μάτια μου απομακρύνοντας το χέρι μου από εκείνο το σημείο.

Πήγα αναστατωμένη στο ατελιέ και τοποθέτησα έναν πίνακα πάνω στο καβαλέτο, είχα ανάγκη να ξεσπάσω κάπου και η ζωγραφική ήταν ο καταλληλότερος τρόπος να το κάνω αυτό. Τα ερωτήματα άρχισαν να βομβαρδίζουν το μυαλό μου αποσπώντας με από την τέχνη μου. Είχα φτάσει σε σημείο να προσπαθώ να ζωγραφίσω με αποτέλεσμα ο πίνακας να βγει μια σκέτη αποτυχία. Εκνευρισμένη πήρα έναν μικρότερο καμβά μαζί με τα πινέλα και τις μπογιές μου και πήγα σε εκείνη την ωραία θάλασσα κοντά στο σπίτι του. Ίσως αν απλά ζωγράφιζα ένα τοπίο που έβλεπα να μην μου ήταν τόσο δύσκολο.

Φτάνοντας κάθισα οκλαδόν επάνω στην μαλακή άμμο και ακούμπησα τον πίνακα μπροστά μου. Κοίταξα μπροστά μου τον ουρανό που άρχισε σιγά σιγά να σκοτεινιάζει όμως, δεν με απασχολούσε. Άρχισα γρήγορα γρήγορα να βάζω τα ακρυλικά χρώματα επάνω σε ένα πλαστικό πιάτο μιας χρήσης, είναι πιο φθηνό αλλά και πιο πρακτικό για μένα στο να αναμιγνύω τα χρώματα. Ξεκίνησα με τον ουρανό καθώς το θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια μου ήταν απλά μοναδικό, τα χρώματα τέτοια ώρα της ημέρας χόρευαν επάνω στον ουρανό δίνοντας την δική τους μοναδική παράσταση. Χωρίς να χάνω χρόνο άρχισα να περνάω το πινέλο πάνω στον καμβά.

«Δεν κουράστηκες από το μάθημα σήμερα;» ακούω την φωνή του μοναδικού ατόμου που δεν ήθελα να ακούσω αλλά ούτε και να δω.

Δεν απάντησα, αν τον αγνοήσω ίσως και να φύγει. Άντ' αυτού απλά έκατσε δίπλα μου στην άμμο και παρατηρούσε τις κινήσεις μου. Κανείς από τους δυο μας δεν μίλησε. Αφήσαμε τον ήχο της θάλασσας να μας ταξιδέψει. Η ώρα κυλούσε ήρεμα και ομαλά όταν το χέρι του έπιασε το δικό μου κατευθύνοντας το πινέλο μου. Γύρισα και αντίκρισα τα μάτια του, τα οποία κάτω από το φως του φεγγαριού έλαμπαν σαν άστρα.

«Δεν περίμενα ότι θα ήσουν εδώ μετά το... περιστατικό.» σχολιάζει απαλά δίχως να πάρει τα μάτια του από τα δικά μου. «Ήρθα για να σου ζητήσω συγγνώμη για την συμπεριφορά μου πριν...δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.» προσθέτει αναφερόμενος μάλλον στο φιλί μας.

Ο Καμβάς Του Έρωταحيث تعيش القصص. اكتشف الآن