~16~

41 8 4
                                    

Προσπερνάω τα νεύρα μου και μπαίνω στο μπάνιο για να βουρτσίσω τα δόντια μου. Βγάζω την πιζάμα που μου έδωσε εχθές ο Lucas και ετοιμάσω την τσάντα μου. Γιατί να μην είχα διαβάσει ποιο πριν;! Απορώ και θέλω να βρίσω τον εαυτό μου.

Μόλις τελειώνω βλέπω την ώρα. Έχουμε δεκαπέντε λεπτά πριν ξεκινήσει η πρώτη ώρα.

"Α να ρωτήσω! Τι φόραγες;" με ρωτάει μόλις βγαίνω από το δωμάτιο
"Πήγα να κοιμηθώ στον Lucas επειδή εσύ θα αργούσες και μου έδωσε μια πιζάμα. Θα την πλύνω και θα του την πάω αύριο" απαντάω αποφεύγοντας όλες τις λεπτομέρειες

Το επόμενο δευτερόλεπτο ακούω χτύπημα στην πόρτα. Ποιος να είναι;

"Περιμένεις κανέναν;" ρωτάω την Helen μόλις ακούω την πόρτα
"Όχι" απαντάει και την ανοίγει.
"Μέρα" λέει ο κόπανος μόλις μπαίνει μέσα. "Εσύ, άσε αυτό και έλα" μου λέει και πετάει κάτω την τσάντα μου
"Τι γίνετε εδώ;" ρωτάει και η Helen με σταυρωμένα τα χέρια της κάτω από το στήθος της.
"Γάμα μας που θα σου δώσω και εξηγήσεις!" λέει ο Logan και με τραβάει από το χέρι κάτω, στην είσοδο.
"Τι θες;" ρωτάω και εγώ. Ακούστηκα ποιο απότομη από όσο ήθελα
"Δεν σου είπα ότι δεν θα πάμε Πανεπιστήμιο;" με ρωτάει κάπως ενοχλημένος
"Ναι και; Με έφερες εδώ και είχα χρόνο να ετοιμαστώ για να μην χάσω μάθημα" λέω πίσω
"Όχι! Θα έρθεις και θα περάσουμε την μέρα μαζί" ενημερώνει και μπαίνει στο αυτοκίνητο του. Ακολουθώ τις κινήσεις του.
"Γιατί;"
"Γιατί βαριέμαι και είσαι η μόνη που δεν θα πάει σχολείο" εξηγεί
"Μα θέλω να πάω! Άσε με να πάω τώρα" γκρινιάζω και πάω να ανοίξω την πόρτα. Μόλις όμως το χέρι μου ακουμπά το πόμολο της πόρτας ακούω το αυτοκίνητο να κλειδώνει.
"Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ!" γκρινιάζω ξανά. Το γυμνασμένο χέρι του πάει στα μάγουλα μου ζουλώντας τα μεταξύ τους, ρίχνοντας με, με δύναμη στο κάθισμα, ακινητοποιημένη
"Άκου!" ψιθυρίζει μέσα στο πρόσωπο μου. Μας χωρίζουν μόλις λίγα εκατοστά και δυστυχώς είναι πολύ ποιο δυνατός από εμένα, για να μπορέσω να μεγαλώσω την απόσταση.
"Από μικρός έμαθα ότι θέλω να το παίρνω! Λοιπόν... σου είπα, δεν θα πας σχολείο! Τέλος!" συνεχίζει και με αφήνει απότομα παίρνοντας την θέση του, δίπλα μου.

Τι ήταν αυτό;! Δηλαδή τι; Ότι θέλει θα κάνω;

Οδηγεί μερικά ακόμα χιλιόμετρα και σταματάει στα Everest της περιοχής μας. 
"Τι θέλεις να σου πάρω;" με ρωτάει μόλις βγαίνει.
"Τίποτα. Ευχαριστώ" λέω και βρίζω τον εαυτό μου που είμαι ευγενική μαζί του, ενώ εκείνος όχι
"Πρέπει να πάρεις κάτι. Καφέ; Κάτι να φας;" επιμένει ευγενικά. Διπολικός είναι;
"Καλά" υποκύπτω μόνο και μόνο επειδή επέμεινε ευγενικά "Πάρε μου έναν χυμό πορτοκάλι και μια ζαμπονο τυρόπιτα. Μετά πες μου πόσο κάνουν να σου δώσω τα λεφτά" λέω και κλείνει την πόρτα. Τον ακούω να λέει φεύγοντας:
"Γάμα μας που θα πληρώσεις". Ασυναίσθητα χαμογελάω, γιατί παρά τα αγενή του λόγια, είναι ευγενική η πράξη του να ενδιαφερθεί αν θέλω να πάρω κάτι, και να μην με αφήσει να πληρώσω. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι πως ίσως δεν είναι τόσο κόπανος.

HeWhere stories live. Discover now