Κόλαση και Γη

84 7 0
                                    

Το αίμα μου καίγεται.

Η οργή διαπερνάει τις φλέβες μου σαν λάβα που ανεβαίνει στην επιφάνεια της Γης, εκείνο το τόσο ξένο μέρος για μένα. Ένα μέρος στο οποίο, εκ φύσεως, δεν ανήκω.

Όμως εκείνος ναι...Εκείνος που κατασκοπεύω από το υψηλότερο σημείο ενός κτηρίου.

Ένας θα αναρωτιόταν: Τι μπορεί να δει ένα πλάσμα που γεννήθηκε από τις ίδιες της φλόγες της Κολάσεως σε ένα θνητό σαν εκείνον; Η αλήθεια δεν ξέρω. Μονάχα ξέρω πως πάντοτε επιστρέφω εδώ. Έχει αναφέρει περισσότερες από μία περιπτώσεις ότι εκείνος είναι που επιστρέφει σε μένα, που με φωνάζει στα όνειρα του, που με σκέφτεται όταν είναι μόνος... ακόμη και όταν βρίσκεται περικυκλωμένος από αυτούς του είδους του.

Και, ωστόσο, τώρα τον βλέπω εκεί.

Με εκείνη.

Από την τελευταία μας σύγκρουση, στην απουσία μου προσαρμόστηκε με μία αξιολύπητη προσπάθεια αντιγράφου μου. Τον κοιτάω και δεν μπορώ να καταλάβω. Είμαι η ενσάρκωση της Λαγνείας, από τον σατανά. Μήπως δεν του είμαι αρκετή; Επιθυμώ να κολυμπήσω μέσα στο μάγμα κάθε φορά που εκείνος βρίσκει μία καινούργια κοπέλα. Γιατί λένε πως οι δαίμονες είμαστε μοχθηροί; Εκείνος είναι που τρέχει στην αγκαλιά οποιασδήποτε θνητής όταν εγώ λείπω, και ξέρει πολύ καλά τον πόνο που αυτό μου προκαλεί. Με εκείνες βγαίνει να διασκεδάσει, τους χαρίζει τον χρόνο του, τους δείχνει ένα διαφορετικό του εαυτό.

Και εμένα; Ας πέσει αστραπή να με κάψει.

Είναι λόγω του τι πλάσματος είμαι; Είναι επειδή προέρχομαι από εκείνο το μέρος; Εγώ δεν ζήτησα κάτι τέτοιο. Κανείς από εμάς το ζήτησε.

Εκείνος τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση της. Την φιλάει, και οι ίδιες οι αναμνήσεις μου από τα φιλιά του στο δέρμα μου προκαλούν μυρμηγκιάσματα στα χείλη και στα χέρια μου. Τόσο κοντά που μπορώ να τον γευτώ...

Την συνοδεύει μέχρι την είσοδο. Ξέρω ότι βγαίνουν μαζί εδώ κι καιρό, όμως ακόμη δεν ζουν μαζί, και αυτό με χαροποιεί.

Δεν περιμένω για να δω περισσότερα. Κρυμμένη πίσω από ένα παχύ μαύρο καπνό, η καινούργια μου μορφή μου επιτρέπει να διεισδύσω ανάμεσα στα κτήρια και να φτάσω μέχρι την κατοικία του. Εκείνος έχει πλέον ξαπλώσει για να ξεκουραστεί και για να εγκαταλείψει, ασυναίσθητα, αυτό τον κόσμο γεμάτο με αμαρτωλούς περιμένοντας για την τιμωρία του.

Επιστρέφω στην ανθρώπινη μορφή μου και ξαπλώνω στα πόδια του κρεβατιού. Του δικού μας κρεβατιού. Το ίδιο που έχει μοιραστεί μαζί της και, στο παρελθόν, μαζί μου. Αγγίζω το πρόσωπό του με τις άκρες των δακτύλων μου. Ανατριχιάζει με το άγγιγμα μου και ανοίγει τα όμορφα του μάτια, τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν κάτι το διαφορετικό από αυτά των υπολοίπων θνητών, όμως που καταφέρνουν να με γοητεύσουν. Με υποδέχεται με ανεξέλεγκτη χαρά, όπως πάντα.

Νιώθω πως αυτό είναι το σωστό, με κάνει να νιώθω καλά και αυτό πρέπει να σημαίνει πως είναι δικός μου. Βλέπω τί είναι δικό μου και το παίρνω. Διεκδικώ αυτό που μου ανήκει.

Τα κορμιά μας εμπλέκονται. Κόλαση και Γη, προκαλούν το πιο καταστροφικό και θαυμάσιο χάος.

Πάλι, δέχτηκε την καταδίκη του μαζί μου. Επειδή το ξέρει. Γνωρίζει πως από τότε που εισέλθει στον κόσμο μου, δεν θα ελευθερωθεί ποτέ. Επειδή ξέρει ότι από αυτή την ανελέητη άβυσσο την οποία αφελώς αποκαλούν «αγάπη», από αυτό το τρομακτικό μέρος, δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Dec 26, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Διηγήματα Where stories live. Discover now