Το αόρατο αγόρι

219 14 12
                                    

Ένα σημάδι μπορεί να έχει πολλαπλές ερμηνείες, βάζοντας το άτομο σε σκέψεις. Στο τέλος πιθανότατα να σε φτάσει σε σημείο απόλυτης σύγχυσης.

Δεν ήταν ένα απλό σημάδι στην περίπτωση της Ντόρας αλλά κάτι το εξωπραγματικό. Ήταν μικροί κόκκινοι κύκλοι που περικυκλώνονταν από μαύρες γραμμές. Είχαν εμφανιστεί πριν μία εβδομάδα και δεν ήξερε για ποιο λόγο.

Ξέχασε εντελώς εκείνα τα περίεργα σημάδια.

Μέχρι σήμερα...

Βρισκόταν στο σαλόνι όταν συνέβη.

Τα φώτα άρχισαν να τρεμοπαίζουν και το μόνο που έδινε λίγο φως στον χώρο ήταν το λαμπερό φεγγάρι. Ένας απέραντος τρόμος την κατέκλυσε και πισωπάτησε. Παρέμεινε ακίνητη, αποσβολωμένη, με το θέαμα που είχε μπροστά στα μάτια της. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στένεψε τα μάτια και άρχισε να γελάει νευρικά χωρίς κανένα λόγο. Φοβόταν, και ακόμη πιο πολύ όταν τα παράθυρα άνοιξαν απότομα και το κρύο αεράκι του χειμώνα εισήλθε σαν τυφώνας στο χώρο του σαλονιού. Μία ανατριχίλα διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της και φυσικά δεν ήταν μόνο από το τσουχτερό κρύο, η ξαφνική παρουσία που ένιωσε να αγγίζει το ζεστό δέρμα της σήκωσε ακόμη κι τις τρίχες στο σβέρκο της. Έκλεισε τις παλάμες σε γροθιές, τόσο σφικτά που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον πόνο που τα νύχια προκαλούσαν στο δέρμα της. Συνέχισε να βρίσκεται στην ίδια θέση λες και τα πόδια της είχαν καρφωθεί με μυτερά καρφιά επάνω στο δάπεδο.

Το χέρι εξακολουθούσε να υπάρχει και όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, η Ντόρα τόσο πιο πολύ αναστατωνόταν. Ήταν κάποιος στο σπίτι.

Η ζέστη ανάσα του αγνώστου που στεκόταν πίσω της έφτασε σαν κύμα επάνω κοντά στο αυτί της. Κατέβασε το βλέμμα στην κοιλιά της όταν δύο χέρια περικύκλωσαν την μέση της. Γούρλωσε τα μάτια. Κάποιος την κρατούσε αλλά ήταν σα να μην υπήρχε κανείς. Σε μία στιγμή απόγνωσης άρχισε να ουρλιάζει και τότε ο άγνωστος έκανε ένα βήμα πίσω για να της δώσει τον προσωπικό χώρο που τόσο χρειαζόταν, για να ηρεμήσει.

Η Ντόρα έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση που εκείνος βρισκόταν και αφού έφτασε μέχρι την κουζίνα, άρπαξε ένα μαχαίρι από το πρώτο συρτάρι και μετά επέστρεψε πάλι στο σαλόνι. Δεν υπήρχε κανείς και το χειρότερο ήταν πως ακόμη μπορούσε να νιώσει εκείνη την περίεργη αύρα. Ήξερε ότι ο άγνωστος ήταν εκεί.

Όμως, πώς να εξηγούσε στον ίδιο της τον εαυτό κάτι που δεν έβλεπε;

«Οποίος και να είσαι, όπου και να κρύβεσαι, δεν σε φοβάμαι!» Φώναξε με τρεμάμενη φωνή, δίνοντας στον άγνωστο να καταλάβει ότι στην πραγματικότητα ήταν τρομοκρατημένη.

Διηγήματα حيث تعيش القصص. اكتشف الآن