[Κεφάλαιο ένα]

2.1K 106 30
                                    

«ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΟΤΑΝ λες ότι είσαι με άλλον;» με αγριοκοίταξε οργισμένα.
    «Ποια απο τις λεξεις δεν καταλαβαίνεις -θέλεις για να σου κάνω περαιτέρω διευκρίνιση;» Το σαρκαστικό βλέμμα μου τρύπησε τις κόρες των ματιών του.
    «Αι παρατα μας μωρη... Που νομιζεις οτι αξιζεις! Τσούλα!» Με αυτά τα λόγια με έκανε να αφήσω την οργή να εισχωρήσει στους μυες μου.
    «Για να σου πω μαλάκα, Λιγα τα λογια σου για μενα, γκε-γκε;» γαβγησα θυμωμένη. Η παλάμη μου έπιασε το μάγουλο του καθώς στο πρόσωπο μου σχηματίστηκε ενα σαρδόνιο χαμόγελο. Αυτό, σίγουρα τον σαγήνευσε. «Μην φύγεις», ψέλλισε μέσα απο τα σφιγμένα δόντια του. Πήρα το χέρι μου απο το μάγουλο του και του γύρισα την πλάτη. Εφυγα κουνώντας τα οπίσθιά μου για τον κάνω να τρέχει απο πίσω μου. Ποσο μου αρεσει να με εκλιπαρούν να μείνω. Όλοι αυτό κάνουν. Και αυτος, και ο καθε λογής μαλακας που πιστεύουν οτι ειναι μοναδικοί. Συν το παίζουν μάγκες. Νομιζουν ότι είμαι ο στόχος αλλά, στην πραγματικότητα αυτοί είναι. Γελοιοι!
    Βγήκα έξω απο το μπαρ και τα ανιχνευτικά μάτια μου χτένισαν τον δρόμο για ενα ταξί. Α. Ορίστε ένα! Εκανα νοημα στο ταξι να σταματήσει. Εκείνο το μπαρακι καταντούσε αποπνικτικο και ανιαρό. Έστω, το επόμενο πάρτι με περιμένει ανυπόμονο! Ανακουφισμένη άνοιξα την πόρτα του ταξί. Όπως συμβαίνει συνήθως, ο ταξιτζής με κοίταξε απο την κορυφή ως τα νύχια.
    «Τρέχει κατι μπαρμπα;» Ρώτησα αυταρχικά, θιγμένη απο την συμπεριφορά του. «Όχι» Απάντησε απαθής. Του είπα την διεύθυνση και κάθησα αναπαυτικά στο κάθισμα του ταξί.
    Οχι που θα του την χαριζα! Έριξα ένα φρεσκαρισμα Ακόμα, και ειμαι ετοιμη. Κοιταχτηκα στον καθρευτη τσέπης μου ενώ, η ηλίθια φωνή στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου πέταξε τις γνωστές ηλιθιες ερωτησεις: Γιατι τα κανεις ολα αυτα; Τα αγορια ειναι για να παιζεις, το παιχνιδι εχει πλακα... Όταν νικάς, κι εγώ πάντα νικάω! 
    Έστειλα ετούτη την σκέψη στο ηλίθιο υποσυνείδητο μου και εκείνο δεν απάντησε, διακόπτοντας εκεί την ανούσια συζήτηση μας. Όταν έφτασα απέξω απο το κλαμπ, εδωσα στον ταξιτζή είκοσι ευρώ ενώ εκείνος μου ανταπεδώσε τα ρέστα ευγενικά. Χα! Το βούλωσε τώρα ο μπάρμπας! Βγήκα έξω χωρίς να κλείσω την πόρτα και τον προσπέρασα άνευ ουδενώς ενδιαφέροντος. Άκουσα αμυδρά μια βωμολοχία απο το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Δεν ειχα και πολύ όρεξη να μπω σε καυγά επειδή πέρασα πολλά σήμερα. Ο ταξιτζής έκλεισε την πόρτα και έφυγε με τέρμα τα γκάζια. Αδιαφόρησα τελείως. Πορευόμενη προς την είσοδο του κλαμπ ενα ζευγάρι πέρασε δίπλα μου χεράκι-χεράκι! Για όνομα του Θεού!
    Λιγο ακομα και θα ξερνουσα με τις αηδιες τους. Γλυκια μου δεν ξερεις τι σε περιμενει, θα πάθεις πολλά κακά απο αυτόν... Σκεφτόμουν κατάσπαρτη απο ευσπλαγχνία. Άφησα την οδυνηρή τύχη της κοπέλας και μπήκα μέσα στο κλαμπ. Ένα τεραστείων διαστάστεων δωμάτιο γεμάτο από κόσμο που διασκεδάζει, χορεύοντας και πίνοντας. Φώτα σε όλες τις αποχρώσεις ξεχειλίζαν μαζί με την ευχάριστη ηχορρύπανση που αγκυλώνει τα αφτιά μου. Ότι πρέπει για μένα! Περιπλανήθηκα μέσα στο πλήθος ψάχνοντας κάποιον γνωστό.
    Βρηκα τον Δημητρη σε μια γωνια να πίνει. Πέρασα ανάμεσα απο την μάζα, ήρθα κοντά του γεμάτη σέξι προσδοκίες. Ένα λευκό φως πέρασε απο το πρόσωπο του φωτίζοντας τα ξυρισμένα μαλλιά του και τα συνηθισμένα κάστανα μάτια του. Τα σφιχτά χέρια του έπιασαν κάπως επιδέξια τα μπράτσα μου και με κόλλησε επάνω του. Ένιωθα τον παραμορφωμένο βουβώνα που πιέζει την κοιλιά μου. Με φίλησε άγρια κυλώντας νωχελικά τις παλάμες του απο τα μπράτσα, στα χέρια μου. Εκείνα συνέχισαν την διαδρομή τους στην μέση μου κατα μήκος της ραχοκοκκαλιας μου. Σταμάτησαν στα οπίσθιά μου και τα ζυμωσαν δοκιμαστικά. Έπειτα, το χέρι μου πέρασε αναμέσα απο τα σώματα μας. Έπιασα το πέος του δοκιμαστικά και μετά το έσφιξαν δυνατά. Το σώμα του συσπάστηκε απότομα πίσω μαζεύοντας τα χέρια του απο πάνω μου.
    «Έτσι, μπράβο» Ρίχνω ενα ειρωνικό και θριαμβικό χαμόγελο. Ετσι, για να μαθαινουν! Ύστερα χάθηκα μέσα στο πλήθος με τα πολύχρωμα φώτα καθώς συμπτύσσομαι απο αυτόν. Βγήκα εκτός τους κλαμπ και προς μεγάλη μου έκπληξη ο Δημήτρης με ακολουθεί μαγεμένος. Τραγικο! Μπηκαμε στο πολυτελές Audi του και φτασαμε σπιτι του χωρίς να πούμε κουβέντα. Ανεβηκαμε πανω στην μικροσκοπική μεζονέτα του. Μόλις μπήκαμε μέσα δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Όλα ήταν τόσο δυσδιάκριτα λόγω σκότους.
    «Πάμε στο κρεβάτι» Μουρμούρισε την πρώτη του φράση για σήμερα. Με καθοδήγησε στο υπνοδωμάτιο του. Και αυτό ήταν επίσης σκοτεινό. Με έσπρωξε ρίχνοντας με στο στο διπλό κρεβατι του, φιλώντας με παθιασμένα στο στομα προσπαθώντας να βγαλει το φορεμα μου. Οταν τα καταφερε, ημασταν ετοιμοι. Μα, κολλησα επί μια ακόμα φορά. Σήκωσα το φορεμα μου απο το πατωμα, το φόρεσα προσεχτικά. Τον φίλησα φευγαλέα. «Συγγνώμη» Ψιθύρισα όσο πιο σιγανά μπορούσα και έτρεξα έξω απο το σκοτεινό υπνοδωμάτιο για να φυγω. Μόλις βγήκα απο σκοτεινό σπίτι, βρήκα ενα παρκαρισμένο ταξί. Είπα στον ταξιτζή την διεύθυνση του σπιτιού μου. Έκατσα στα πίσω καθίσματα και αλλαξα διακριτικά το εκτυφλωτικο κόκκινο κολλητό φόρεμα με ενα απλο μπλε σορτσακι, μια άσπρη φαρδια μπλουζα και αντικατέστησα τους φακούς επαφής με τα τετραγωνισμένα μαύρα γυαλια μυωπίας που είχα στην μικρή μπλε τσάντα μου. Ευτυχώς ο ταξιτζής ήταν διακριτικός τούτη την φορά. Του έδωσα δεκα ευρώ και τον χαιρέτισα ευγενικά. Βρήκα έξω κλείνοντας μαλακά την πόρτα καθώς βάδιζα προς το σπίτι μου. Άνοιξα την εξώπορτα του σπιτιού μου και χωρίς να την κλείσω διέσχισα την αυλή με βαθιές αναπνοές. Απλά δείξε ψύχραιμη! Επανέλαβα τρεις φορές στον εαυτό μου καθώς έχωσα το κλειδί στην κλειδαρότρυπα και το γύρισα απότομα γεμάτη αγχος. Εσπρωξα την πόρτα μπαίνοντας μέσα στο σκοτεινό σαλόνι.

    «Μαμά;» Ανακαλώ τραυλίζοντας. Γαμώτο! Παιρνώ δυο βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω.

    «Κοιμάσαι;» Το φως στην κουζίνα άναψε κόβωντας την ανάσα μου.

    «Οχι αγαπη μου. Πως ηταν το διαβασμα;»
Α. Ναι, είχα και διάβασμα!

    «Πολυ καλα. Δεν ειχαμε πολλα μαθηματα» Η φωνή μου αρχίζει και δείχνει μερικά σημάδια ηρεμίας.

    «Τι έχουμε για βραδινό;» Τώρα, η φωνή μου ακούγεται πιο ψύχραιμη απο ότι πρέπει.

    «Σπαγγέτι» Ανταποκρίνεται ευγενικά. Της γνέφω θετικά. Μπαίνω στην κουζίνα προσπερνώντας τη για να μου βάλω φαγητό. Άνοιξα ενα συρόμενο συρτάρι και άρπαξα ενα πλατύ μαρμάρινο, μπεζ πιάτο.

    «Γιατί είσαι τόσο βαμμένη;» Γαμώτο. Γιατί πρέπει η Λυδία να είναι τόσο παρατηριτικη;

    «Η μάμα της Μαρίας έφερε καινούργια καλλυντικά και δοκίμασα μερικα» Έβαλα μια-δυο κουταλιές σπαγγέτι και πήρα ενα πιρούνι απο το ανοιχτό συρτάρι. Μετά έκλεισα δυνατά το συρτάρι και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας ψύχραιμη -όπως πάντα.

     «Α. Ενταξει. Φαε και πηγαινε κοιμησου... Ειναι περασμενες δωδεκα. Παω να κοιμηθω -καληνύχτα» Μου χαμογελά ζεστά. «Καληνύχτα, Μαμά» Της ανταποδίδω ενα παρόμοιο. Βγαίνει απο την κουζίνα και γεμάτη προσήλωση ακούω τα αργά βήματα της να ανεβαίνουν τις σκάλες, να οδεύουν στον διάδρομο του πάνω ορόφου και επιτέλους να μπαίνουν στο υπνοδωμάτιο της,κλείνοντας μαλακά την πόρτα. Αναστενάζω βγάζοντας απο τα πνευμόνια μου όλες τις κακοτοπιές της ημέρας. Φτηνα την γλυτωσα. Οχι μονο απο την μητέρα μου, αλλα και απο τους αλλους. Ένα προσωρινό ψεγάδι: Λιγες μελανιες στον λαιμο -που να ξέρω απο ποιον τις απέκτησα! Τρώω βιαστικά το πιάτο μου. Όταν τελειώνω φεύγω απο την κουζίνα χωρίς να τοποθετήσω το πιάτο στον νεροχύτη της κουζίνας. Ανεβαίνω στο δωμάτιο μου με διακριτικά και αθόρυβα βηματάκια. Μπαίνω μέσα στο υπνοδωμάτιο μου και κλειδώνω την πόρτα.
Αυριο έχω σχολείο. Πρεπει να διαβαζω, αν θελω να κρατησει η υποτροφια. Διάβασα στο κρεβάτι μισή ώριτσα μισοκοιμισμένη. Μετά, πέταξα μαλακά τα βιβλία στο χαλάκι του κρεβατιού ενώ, κατεβασα ενα ντεπον που είχα αφήσει χτες στο συρτάρι του κομοδίνο μου. Έβαλα ξυπνητήρι στις έξι το πρωί και κουκουλωθικα με το πάπλωμα μου προσπαθώντας να κοιμηθώ.

Ελπίζω να σας αρέσει... Κάντε σχόλια για το συνεχίσω μαζί με την miaxfabb!!!! miaxfabb

"Αναισθησία" {GW15}Where stories live. Discover now