[Κεφάλαιο τέσσερα]

1.2K 80 35
                                    

«ΕΛΑ ΕΔΩ, ΘΑ παθεις μολυνση!» Τα μάτια της διακατέχουν τεράστια ποσά ανησυχίας.

«Δεν με ποναει» Μουρμούρισα προσπαθώντας να την κατευνάσω. Δεν έφυγε ούτε ενα γραμμάριο ανησυχίας απο πάνω της. Άνοιξε το οινόπνευμα και έριξε αρκετή ποσότητα στο βαμβάκι. Το ακούμπησε στην άκρη της γρατζουνιάς και έσυρε αργά κατά μήκος της.

Αντανακλαστικά, το σώμα μου συσπάστηκε απο τον οξύ πόνο που διαπερνούσε τον μηρό μου καθώς έριξα ενα μικρό βογκητό που ίσα που, ακούστηκε. Τράβηξε το βαμβάκι μακριά πετώντας το στο κομοδίνο ενώ, ο πόνος υποχωρούσε αργά. «Είσαι καλά;»

Η ερώτηση που μου έθεσε με προβλημάτισε. Εκτός απο τους επιφανειακους τραυματισμούς μου, είχα αιφνιδιάστει απο την μητέρα μου που είχε πράξει μεταμεσονύχτια επίσκεψη. Κατά τα άλλα είμαι μια χαρά. Α. Και μην ξεχνώ και το Τάκη. Πρέπει να τον κανονίσω αυτόν.

«Ειμαι κομματια...» συμπέρασμα. «Σε πειραζει να κοιμηθω, τώρα;» Ο πόνος είχε σχεδόν περάσει, αλλά και πάλι ήμουν εξουθενωμένη απο τα σημερινά.

«Οχι, θα δω λιγη τηλεοραση». Σηκώθηκε απο εδώ και περπάτησε απο την άλλη πλευρά του κρεβατιού. Βυθίστηκα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα καθώς εκείνη κάθησε δίπλα μου με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Ανοιξε την τηλεόραση, χαμήλωσε την ένταση και την φωτεινότητα για μην διαρρεύσει τον ύπνο μου και έκλεισε τα φώτα. Χαζευψα λίγο στην τηλεόραση, ενω χωρίς να το αντιληφθώ με πήρε ο ύπνος.

Το τελευταιο πραγμα που θυμαμαι ειναι να με αγκαλιαζει η μανα μου. Ή μάλλον ονειρεύομαι. Βλέπω Το υποσυνείδητο μου να κουτσαίνει απο οδύνη πάνω στην καυτή άμμο μιας ερήμου που δεν.μπορώ να καταλάβω πια είναι. Δεν έχω καταλάβει ακόμα που βρίσκομαι. Εκείνη αγκομαχεί βγάζοντας απο τα πνευμόνια της ζεματιστο αέρα. Φορούσε τα κουρέλια που είχα κάψει. Εγώ χωρίς να έχω επηρεαστεί από τις αβιωτες συνθήκες του περιβάλλοντος στάθηκα μπροστά της διακόπτοντας την διαδρομή της. «Δεν πρέπει να είσαι εδώ!» παραπονιέται βγάζοντας ταυτόχρονα πολλαπλές πυρώμενες ανάσες. «Είναι εδω». Ψιθύρισε, πέφτοντας στα γόνατα «Πίσω σου!» Είπε τις τελευταίες λέξεις της καθώς το σώμα της σύγκρουσε με στο σκληρό χώμα της ερήμου. Γυρίζω να δω τι βρίσκετε πίσω μου. Οχ, όχι πάλι. Αυτός που είδα στο τρένο είναι εδω. Φορούσε τα ίδια σκοτεινά ρούχα που είχε και τότε. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπο του πάλι, επειδή ο ζεστός ήλιος χτυπούσε τα μάτια μου. Σήκωσα την παλάμη μου για να καλύψω τα μάτια απο την αντηλιά και τον είδα μες στο προσωπικό του σκοτάδι. Η ανάσα μου κόβεται απο το σκότος που είχε γεμίσει το αδιόρατο πρόσωπο του. Ανοίγω τα μάτια μου ταραγμένη. Ζεστές ακτίνες ήλιου ξεπροβάλαν απο το μικρό κενό ανάμεσα στις μοβ κουρτίνες του υπνοδωμάτιου της Ανθής. Ο βαρύς και παρατεταμένος πόνος στο κεφάλι μου δεν επέτρεψε να απολαύσω αυτές τις πρωινές ακτίνες του ηλιου.

"Αναισθησία" {GW15}Where stories live. Discover now