κεφ 1

98 6 6
                                    

Ξύπνησα και η χαρά μου δεν περιγράφεται ( την πιάσετε την ειρωνεία ;). Σήμερα πετάω για Σιάτλ, θα ξανά γυρίσω στην πόλη που είχα υποσχεθεί πως δεν θα γυρίσω ποτέ αλλά η ανάγκη με φέρνει σε αυτήν τη θέση. Η γιαγιά μου με έχει ανάγκη, είναι μόνη της και ο γιατρός την συμβούλεψε πως θα χρειαστεί να μείνει εκτός πόλης, το καυσαέριο της κάνει κακό έχει μια ιδιαίτερη λοίμωξη στα πνευμόνια της. 

Για τον λόγο αυτό αποφάσισα να την στείλω στην Ολύμπια, μία ώρα μακρία μου. Έτσι θα είναι και κοντά μου και θα πηγαίνω έρχομαι μέσα σε μία ώρα να την βλέπω. Βρήκα μια καλή δουλειά στο κέντρο της πόλης, βέβαια δεν είναι στο αντικείμενο μου αλλά απο την στιγμή που τα λεφτά είναι καλά και βρίσκομαι και κοντά στην γιαγιά Λενιώ τότε θα είναι όλα καλά ή έτσι θέλω να λέω στον εαυτό μου.

Ετοίμασα τις βαλίτσες μου, έκλεισα παντζούρια, τον γενικό διακόπτη και τώρα φεύγω απο το Σικάγο. Η πτήση μου αναχωρεί σε 3 ώρες και τρέχω να βρώ ταξί. Ένας κόμπος στο στομάχι με έχει πιάσει από το πρωί και δεν λέει να με αφήσει. Αφού βρίσκω ταξί μετά απο μίση ώρα φτάνω στο αεροδρόμιο, πέρνω τις τρείς βαλίτσες μου και μπαίνω μέσα. 

Καθώς τελείωσα με όλα τα διαδικαστίκα έρχεται η ώρα για να μπώ στο αεροπλάνο. Αφού έκατσα η θέση μου βρισκόταν ανάμεσα στις άλλες δύο. Ατυχία! Μ΄αρέσει να κάθομαι απο μέσα δίπλα από το παράθυρο και να χαζεύω την ουρανό, ο διπλανός μου από την έξω πλεύρα ηρθε και έκατσε. Τι στο καλό δεν του έχουν μάθει να κάνει μπάνιο, είναι κατα ιδρωμένος και μυρίζει ιδρώτα. Τι ατυχία! Ελπίζω να μην μυρίζει και ο άλλος. Μέτα από λίγη ώρα καταφθάνει και ο άλλος. 

<Μπορώ να κάτσω;> με ρωτάει. <Ναι εννοέιτε> <τι δύσκολη μέρα και αυτή, Νίκος χάρηκα> μου λέει και μου δίνει το χέρι του. <Αμέλια χάρ...> του λέω δίνοντας το χέρι μου αλλά κάποιος με διακόπτει, <Αυτή είναι η θέση μου, σήκω!> λέει αυταρχικά. Γυρνάω να δω ποίος μιλαεί με τέτοια αγένεια, και στην τελική λάθη γίνονται, και βλέπω αυτόν που δεν ήθελα να δω ποτέ στην ζωή μου. Ήταν ο Άλεξ. Ο Άλεξ που με σκότωσε. Είχα μείνει άφωνη, δεν περίμενα να είμαι τότσο άτυχη. Ο Νίκος μου κάνει ένα χειροφίλημα και μου λέει πως χάρηκε αλλά πρώτου προλάβω να πω πως και εγώ χάρηκα, πετάχτηκε ο Άλεξ <άσε τα φιλία και σήκω από την θέση μου ΤΩΡΑ> είπε φωνάζοντας δυνάτα και θυμωμένα. Τα νεύρα του δεν είναι καθόλου σε καλή κατάσταση, μόλις έκατσε ο Άλεξ άρχισα να καταρίεμαι την ώρα και την στιγμή που ήρθε και έκατσε δίπλα μου.

ΓΙΑΤΙ ΤΕΤΟΙΑ ΑΤΥΧΙΑ ΘΕΕ ΜΟΥ; ΤΙ ΣΟΥ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΜΩΡΕΙΣ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠO;

Και εκεί που αναροτιώμουν τι αμαρτίες πληρώνω, μου απεθύνει τον λόγο <σε όποιον βρείς την πέφτεις; πόσο πιο κάτω θα πέσεις;> 

Έμεινα σαν μαλάκας μετά από όλα αυτά που μου έκανε μου την λέει και από πάνω ; Απο την μια θέλω να τον δείρω από την άλλη δεν μου βγαίνει λέξη από το στόμα λες και μου κατάπιε η γάτα την γλώσσα. Νιώθω πως μου κόβεται η ανάσα, δεν περίμενα τόσο γρήγορα να τον δω, ήξερα πως αν πάω στο Σιάτλ υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να τον δω αλλά όχι να τον δω εδώ και πόσο μάλλον να κάτσει δίπλα μου. 

Το άρωμα του ακόμα έχει παραμείνει ίδιο, ένα άρωμα μεταξύ λεμονόχορτου και λεβάντας. Πάντα με τρέλεναι το άρωμα του αλλά πλέον τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ξανά στην ίδια πόλη αλλά πλέον τίποτα δεν είναι το ίδιο, ούτε καν εγώ ούτε καν εκείνος. Καθόμαστε δίπλα πλέον αλλά σαν ξένοι με κοινό παρελθόν και χωριστό μέλλον. 

Γυρνάω το κεφάλι μου από την άλλη δεν θέλω να τον βλέπω, να ξέρω πως είναι δίπλα μου, εκείνος που με έκανε κομμάτια και μου έκοψε τα φτερά για το μέλλον μου και δεν έζησα αυτά που ήθελα, έχασα 1 χρόνο από την ζωή μου εξαιτίας του, από εδώ και πέρα έχω βάλει στόχο να ζω την κάθε μου μέρα σαν να μην υπάρχει αύριο. Βγαίνω και περνάω κάλα με τους φίλους και τις φίλες μου. Τους γονείς μου τους έχασα όταν ήμουνα μικρή σε εργατικό δυστύχημα και μεγάλωσα με την γιαγιά μου, αυτή είχε εμένα και εγώ αυτήν.  Την αγαπάω όσο τίποτα άλλο, βέβαια η γιαγιά μου ήταν κάποτε όλο ενέργεια, άλλα τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει τα "πότε θα παντρευτείς; πότε θα κάνεις παιδία ; πότε θα σε δω νυφούλα;" και τα κλασσικά. Δεν την κατηγορώ και εγώ αν ήμουν στη θέση της μάλλον θα ήθελα να δω την εγγονή μου νύφη. Άλλα δεν είμαι εγώ για αυτά.

<Θα κάτσεις καιρό στο Σιάτλ;> με ρωτάει στο πουθενά και μένω κάγκελο, <να μην σε νοιάζει> του απαντάω, <δεν με νοιάζει αλλά δεν θέλω να έχουμε καμία άτυχη συνάντηση όπως σήμερα> λέει πληκτρολογόντας στο λάπτοπ του. <μην αγχώνεσε ούτε εγώ θέλω να βλέπω τα μούτρα σου σε 1 μερα φεύγω> <ευτυχώς> λέει άλλα δεν του άπαντησα στο σχόλιο του. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή δεν ξάνα γύρισα το κεφάλι μου προς τα αυτόν. Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο είδα μια να τον φωνάζει και να πέφτει στην αγκαλιά του. Κάτι μέσα μου έσπασε άλλα δεν θα λύγθζα τόσο εύκολα. Καθώς την είχε στην αγκαλιά του γυρνάει και με κοιτάει αλλά γύρισα αμέσως το κεφαλι μου και έφυγα αμέσως από εκεί. Όλα με έπνιγαν. Προχώρα Αμέλια μεγάλωσες δεν είσαι εκείνο το μικρό κοριτσάκι που ήσουν κάποτε. Είπα στον εαυτό μου κιαι μπήκα μέσα σε ένα ταξί.


***********************************************************************************************


ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΝΑ ΛΑΙΚ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ. ΦΙΛΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

City Of LoveМесто, где живут истории. Откройте их для себя