Πρόλογος

77 10 16
                                    

    Το τριαντάφυλλο όταν είναι ποτισμένο, ευδιάθετο και χαρούμενο ανθίζει αλλά όταν είναι λυπημένο και πονεμένο, 'χαράζεται' και στάζει σταγόνες αίματος ή μαραίνεται και μαραίνεται μέχρι να έρθει η πτώση όλων των πετάλων του. Έτσι κάπως γίνεται και στη περίπτωση του ανθρώπου. Ευτυχισμένος και χαμογελαστός λάμπει από αισιοδοξία και θετική διάθεση μα σαν πληγώνεται από κάποιους άτιμους, αχάριστους και άνανδρους που δεν εκτιμούν τις διαστάσεις του αυθεντικά καλού του χαρακτήρα και της ευάλωτης καρδιάς του, απογοητεύεται και σιγά σιγά μαραζώνει. Το θέμα είναι να βρίσκει το θάρρος και τη δύναμη να ξανασηκώνεται και να στέκεται στα πόδια του για να μην καταλήξει να χάσει τα δικά του 'πέταλα.'

  Η αγάπη ενώνει σαν κρίκος συνδετικής αλυσίδας τους ανθρώπους, ή έτσι συνήθιζε να κάνει τέλος πάντων. Όταν ερχόταν ο χωρισμός για το ζεύγος ήταν κάτι απρόσμενο, άσχημο και συγκλονιστικό για να το καταλάβει και συλλάβει ο νους ειδικά της γυναίκας που ως γνωστόν είναι πιο ρομαντική, ευαίσθητη και ευάλωτη απέναντι στον έρωτα και στο χωρισμό εξίσου.


[...]

Τα άνθη κατέφτασαν από τους λιγοστούς φίλους και γνωστούς  και έπιαναν χώρο στο σαλόνι, ενώ και τρία βάζα από διαφορετικά είδη τοποθετήθηκαν ήδη στο υπνοδωμάτιο της νύφης μετά από κανονισμό. Όμως, ένα ήταν το ξεχωριστό και αγαπημένο είδος για την νεαρή Έλσα: τα τριαντάφυλλα. Ροζ, πορτοκαλί, μωβ, κόκκινα και κοραλί ήταν τα χρώματα στα οποία τους απέδιδε τη μεγαλύτερη ομορφιά αισθητικής άποψης. Η ίδια φορούσε το νυφικό της, ένα φουντωτό μακρύ απ ύφασμα ταφτά και κρεπ. Απορούσε ακόμα πως κατάφερε να φτάσει μέχρι εδώ στην πιο ευδαιμονική και μακάρια μέρα της ζωής της. Σύντομα θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας στο πλευρό του συζύγου της και τα σκαλιά αυτά θα τους πήγαιναν προς την ευτυχία σε μια κοινή πορεία από εδώ και πέρα ως ζευγάρι που θα μάθαινε να συμβιώνει και να αντιμετωπίζει όλες τις στιγμές μαζί. Οι φίλοι της και οι γυναίκες που της συμπεριφέρθηκαν σαν μητέρες ως τώρα στη ζωή της θα συγκινούνταν από τον αναγκαστικό αποχωρισμό, όμως ήξεραν καλά ότι δεν θα την έχαναν ποτέ: πάντα η Έλσα θα κρατούσε επαφή μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο έβρισκε.

 Πήγε κοντά στο βάζο με τα τριαντάφυλλα και τα υπόλοιπα λουλούδια και άρχιζε να αγγίζει τα πέταλα τους τρυφερά και προσεκτικά λες και ήταν τα παιδιά της. Είχε τέτοια αδυναμία στα άνθη, που της ήταν αδύνατον να μην τους αποδίδει μία ξεχωριστή υπόσταση. Καθώς έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο, είδε το ακριβό αυτοκίνητο του μελλοντικού άντρα της να παρκάρει σε ένα τετράγωνο δίπλα από το σπίτι της. Ξαφνιάστηκε και απόρησε, πως γινόταν λίγη ώρα πριν από το γάμο να έρχεται στο σπίτι της να την επισκεφτεί; Εκτός και αν είχε παραισθήσεις από το άγχος και της φάνηκε ότι της έμοιασε το αμάξι κάποιου αλλουνού με το αντίστοιχο του άντρα της. Ωστόσο δεν μπορεί να έκανε τόσο λάθος, από τη στιγμή που ήξερε καλά τη μάρκα του αυτοκινήτου του.

Το χτύπημα στη πόρτα του αρχοντικού και τα βήματα που ηχούσαν μέχρι να ανέβει τα σκαλιά του δωματίου της, την τάραξαν. Αν δεν ήταν κάποιο κακό προαίσθημα, δεν ήξερε πως αλλιώς να βαφτίσει αυτό που τη γυρόφερνε στο μυαλό. Της ζήτησε την άδεια να περάσει μέσα και η Έλσα ψέλλισε ένα αδύναμο ναι. Όταν εκείνος άνοιξε τη πόρτα και εισήλθε μέσα, η Έλσα παρατήρησε τη μορφή του και ένιωσε τη λαχτάρα και την ευτυχία της να μεγαλώνει. Παρατήρησε το λευκό του πουκάμισο με τα γαλάζια μανικετόκουμπα, το μαύρο παντελόνι και τα γυαλισμένα παπούτσια του και δεν έπαψε να σκέφτεται πόσο πανέμορφος της φάνηκε. Ξέχασε όλες τις αρνητικές της σκέψεις προσωρινά μέχρι που ο άντρας στύλωσε το βλέμμα του πιο απόλυτα και σίγουρα πάνω της. Μέχρι τότε, την κοιτούσε λίγο λαχανιασμένος και μουδιασμένος σαν να μετρούσε τα λόγια μέσα του και τον τρόπο που θα της έκανε την δήλωση του.

« Δεν θα σε παντρευτώ Έλσα » τα λόγια του τελικά... ήχησαν ακριβή, σοβαρά χωρίς δισταγμό και τύψεις. Η Ελσα σάστισε και ρώτησε 'τι'; Ήθελε να μην είχε ακούσει σωστά, να έβλεπε ένα κακό όνειρο ή να της έκανε κάποια φάρσα ο μέλλων σύζυγος της που την κοιτούσε έντονα από απόσταση. Όμως το είχε ακούσει στα αλήθεια, βρισκόταν μπροστά στη άπονη επιβλαβή για την ίδια πραγματικότητα.

Έχασε το έδαφος από τα πόδια της και αισθανόταν πως δεν ισορροπούσε. Μεταφορικά και κυριολεκτικά γκρεμίστηκε ο κόσμος της που τον νόμιζε και θεωρούσε παραμυθένιο, ειλικρινή υπεύθυνο και σταθερό ως προς τις βάσεις και τα θεμέλια του. Ένα μεγάλο απορημένο 'γιατί 'τη ταλάνιζε βασανιστικά. Ο αγαπημένος της της εξήγησε το γιατί, δεν την άφησε με την απορία και το πέπλο του σκοταδιού. Όμως εκείνη αδυνατούσε ακόμα και να δώσει βάση στις σύντομες επεξηγήσεις του. Και έτσι όταν εκείνος αποχώρησε από τη κάμαρα, η κοπέλα άφησε τα δάκρυα της να κυλήσουν πιο γρήγορα και θρήνησε με λυγμούς πόνου και αδικίας.

Το χαραγμένο τριαντάφυλλο της πληγής     (μελλοντική ιστορία)Where stories live. Discover now