Kεφάλαιο 1 (μέρος α)

52 9 11
                                    

                  [...]

Το κρύο λυσσομανούσε, το ψιλόβροχο δεν ήταν πια ψιλόβροχο αφού εξελίχθηκε σε μπόρα και δυνατή νεροποντή. Η Έλσα βάδιζε πότε γρήγορα και πότε αργά, με το μακρύ της φόρεμα και την μακρύ κάπα  ως μοναδικό πανωφόρι αντί για ένα ζεστό μπουφάν. Έφτασε στην είσοδο του ορφανοτροφείου της οποίας τα κάγκελα είχαν παραβιαστεί και χτύπησε επίμονα τη θύρα. Κανείς δεν υπήρχε εκεί για να της ανοίξει δυστυχώς όλοι είχαν φύγει. Το εγκατέλειψαν το μέρος βασικά και αποχώρησαν, αυτό ίσχυε στη πραγματικότητα. Και η δύσμοιρη Έλσα βρέθηκε πάλι χαμένη και μόνη να παίρνει την ίδια κατεύθυνση για το σπιτικό της-αλήθεια πως μπορούσε να το αποκαλεί σπιτικό από τη στιγμή που δεν έζησε τις πρώτες στιγμές της ζωής της εκεί;- μόνο που τώρα χειροτέρεψαν τα πράγματα αφού η βροχή σταμάτησε για να παραδώσει τη θέση της στην χιονοθύελλα. Το έδαφος πάγωσε και όλο το πολικό ψύχος καθιστούσε δυσκολότερη την επιστροφή της, λόγω των ακατάλληλων παπουτσιών και ρούχων που διέθετε πάνω της. Κρίμα, πολύ κρίμα, διότι για την Έλσα τούτο το μέρος ήταν το δεύτερο σπίτι και το μόνο όπου είχε να πάει. 

 Αφού έκλαψε τη κακοτυχία της, μάζεψε τις δυνάμεις της να επιστρέψει πίσω με τα πόδια. Ήταν τόσο κακόμοιρη που ούτε λεφτά για ταξί δεν είχε. Ας σκεφτόταν να έπαιρνε το αυτοκίνητο της για να φτάσει ως εδώ-δεν θα είχε τόσα προβλήματα τώρα- αλλά η παρόρμηση της να ξεχυθεί στους δρόμους τρέχοντας, δεν την άφησε να σκεφτεί λογικά αντί για χαζά. Όφειλε να ενεργοποιήσει το μυαλό της και να καταλήξει: που θα μπορούσε να βρίσκεται αλλού η ''μητέρα'' της; 

Ένα τηλεφώνημα που δέχτηκε απότομα στο κινητό της, την έκανε να τρομάξει και τιναχτεί. Ήταν από τον αδίστακτο Μέρτιο και η δήλωση του, την έκανε να καταλάβει ότι η ''μητέρα'' της βρίσκονταν σε κίνδυνο. Έπρεπε η ίδια να την εντοπίσει και να τη σώσει όσο πιο σύντομα μπορούσε... «καημένη μου ''μανούλα'' κουράγιο κάνε» μονολογούσε η Έλσα και κινήθηκε με μανιώδης ταχύτητα στους χιονισμένους δρόμους με κίνδυνο το γλίστρημα και τον τραυματισμό της.


[...]

Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πριν,

Η φιγούρα της νεαρής συγκλόνισε τον ηγούμενο και επικεφαλή του ορφανοτροφείου που την έβλεπε να ξεπροβάλλει από το σύννεφο ομίχλης και να εισέρχεται στην ανοιχτή πύλη του ιδρύματος. Κανονικά απαγορευόταν να μπει οποιοσδήποτε άγνωστος και κακώς που ο ίδιος ο μοναχός δεν προνόησε να σφραγίσει την κλειδαριά στη καγκελόπορτα, αμέσως μόλις έφυγε ο τεχνικός που ήρθε με σκοπό να επιδιορθώσει μια βλάβη στο ηλεκτρικό ρεύμα του οικήματος. Η κοπέλα ονόματι Τόνια, αφαίρεσε την κουκούλα που σκέπαζε το κεφάλι και το πρόσωπο της και συστήθηκε ως πρώην κάτοικος του ορφανοτροφείου. Τώρα ο ηλικιωμένος ηγούμενος πρόσεξε τα εκφραστικά αμυγδαλωτά μάτια, τα μαύρα κοντά μαλλιά της, τα σφιγμένα αλλά δυναμικά χείλη της που φανέρωναν άνθρωπο καχύποπτο αλλά στο βάθος τίμιο. Η νεαρή -θα ήταν δεν θα ήταν εικοσιδύο χρονών- του εξήγησε τη προέλευση και το ποιόν της αμέσως με το που τον αντίκρισε θαρρετά στα μάτια.

Το χαραγμένο τριαντάφυλλο της πληγής     (μελλοντική ιστορία)Onde histórias criam vida. Descubra agora