20. Οι Συνεχιστές, το Παιδί των Σκιών και τα Συμβόλαια Αιωνιότητας

104 25 48
                                    

Παρατηρώ το είδωλο μου στα καθαρά, αρχαία νερά. Στο κάτω μέρος των ματιών μου υπάρχουν ζωγραφισμένοι μισοί χρυσοί ήλιοι, που προεξέχουν από το μήκος των βλεφαρίδων μου. Η επιδερμίδα μου είναι λευκή και τα ζυγωματικά μου αντανακλούν όμορφα, σαν να είμαι γεμάτη υγεία. Το χρώμα των χειλιών μου θυμίζει το υγρό του ροδιού- σύμβολο γονιμότητας και ευτυχίας, τη γεύση που δεν έμαθα ποτέ. Τα χέρια μου όπως και η ψυχή μου είναι πια καθαρά. Στη σκέψη αυτή, παίζω με τα νερά, και τότε αλλάζουν χρώμα, το άσπρο γίνεται πράσινο και το πράσινο γίνεται μαύρο, στο χρώμα που βάφτηκαν όλα τα όνειρά μου. Κάτω από τους ήλιους, υπάρχουν ζωγραφισμένα μαύρα δάκρυα, υπενθυμίζοντας μου ότι ακόμα και ήλιος να θερμάνει το κάστρο μου, μέσα μου πάντα θα βρέχει μαύρο νερό και στάχτη. Τρομοκρατημένη από την ηχώ του πουλιού που πετάει πάνω από το κεφάλι μου προσπαθώ να απομακρυνθώ, όμως πατάω το άσπρο φόρεμα μου και πέφτω. Το πουλί του Φοίνικα πετάει ακόμα πιο ψηλά και η ηχώ του γεμίζει το μαντείο. Μαντείο; Πάλι θα συναντήσω τη Λίλιθ; Μήπως προσπαθεί να με βρει; Πώς μπορώ να ξεφύγω; Σηκώνομαι από το έδαφος και αρχίζω να τρέχω προς την έξοδο όμως το φόρεμα μου αρπάζει φωτιά. Τι συμβαίνει; Ο Φοίνικας στέκεται μπροστά μου και αρχίζει να τραγουδάει προτού τυλιχθεί στις ιερές φλόγες του. Η φλεγόμενη αυτοκαταστροφή με πιάνει απροετοίμαστη. Τα μαύρα δάκρυα του ήλιου λερώνουν το λευκό χρώμα της αθωότητας, προτού το ζήσω.

Οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούν το παράθυρο του πύργου μου και με επαναφέρουν στη πραγματικότητα. Ξυπνάω αναστατωμένη από το όνειρο και προσπαθώ να βρω την ανάσα μου για να επιβεβαιώσω στον εαυτό μου ότι ναι, ήταν απλώς ένα όνειρο. Μετά τη κάθαρση, το μόνο που είμαι ικανή να κάνω είναι να κοιμάμαι, τα κόκαλα μου πονάνε και τα βλέφαρα μου δεν αντέχουν να μείνουν ανοιχτά για αρκετή ώρα. Έχουν περάσει τρείς μέρες από τότε. Τρείς μέρες χρειάζεται ο αρχαίος φοίνικας να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ίσως ήρθε και η δική μου στιγμή να ξαναγεννηθώ. Σηκώνομαι και τα πάντα κρύβονται κάτω από ένα σκοτεινό πάπλωμα, αλλά δε τα παρατάω.

Αφήνω τις σκέψεις να με συνοδεύουν, περπατώντας μόνη στους διαδρόμους της έπαυλης. Σύμβουλοι, ιερείς, φύλακες, όλοι τους τάσσονται ιππότες στο βασίλειο μου, χωρίς να γνωρίζουν ότι στα μέρη που χύθηκε αίμα και στάχτη, γεννιούνται μαύρα τριαντάφυλλα, από τα οποία τα αγκάθια τους μετατρέπονται σε ανθρωπόμορφα χέρια και τους τραβούν προς το μονοπάτι του σκότους, στο πιο απόκρυφο σημείο του κάστρου μου. Εκεί όπου το κουτί (των) αναμνήσεων δεν έχει μελωδία, ο μόνος ήχος που ηχεί στα τείχη είναι το κλάμα της ψυχής μου, το οποίο δε πεθαίνει ποτέ, ξαναγεννιέται όπως το σκοτάδι. Είναι μάταιο. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που επέτρεψα τον ήλιο να διαπεράσει από τα γυάλινα παράθυρα του κάστρου μου και να ζεστάνει ότι πάγωσε ο χρόνος. Ήταν σίγουρα χειμώνας, όσο πιο βαθιά κοιμόταν η φύση, τόσο πιο πολύ κοιμόταν μια πλευρά του εαυτού μου ώσπου δεν ξύπνησε ποτέ. Στο δικό μου παραμύθι δε θέλω να βασιστώ σε γεροδεμένα χέρια, βλέμματα που θυμίζουν προμνησία και αισθήματα που φοβάμαι να νιώσω. Θέλω να βασιστώ σε εμένα, γιατί εγώ, και κανένας άλλος, είμαι η φωτιά. Και αυτή η φωτιά θα κάψει ολόκληρο το βιβλίο που δεν έκαψαν οι πρόγονοι μου. Το τέλος θα έρθει με εμένα. Το παραμύθι μου θα μείνει κρυφό, οι αναγνώστες θα είναι τα γέρικα δέντρα του δάσους μου, και ο επίλογος θα είναι η κραυγή του λύκου που θα επιβεβαιώνει το άπιαστο όνειρο που τρώει τη σάρκα μου αργά και βασανιστικά.

Πυρόξανθη-Το Κορίτσι των Σκιών [✓] - ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now