Κεφάλαιο 6.

31 16 24
                                    

Μετά το νοσοκομείο, η Φιλιώ και ο Μίλτος φιλοξένησαν την Δέσποινα στο σπίτι τους για να την περιποιηθεί. Την φρόντισαν για περίπου έναν μήνα και μετά η Δέσποινα αισθάνθηκε ότι δεν χρειαζόταν πια τις φροντίδες τους. Ετοίμασε τα πράγματα της στην βαλιτσούλα της και τους αποχαιρέτησε, φιλώντας τους με θέρμη στα μαγουλά τους.

Όταν πήγε να πάρει το μωρό που το κρατούσε αγκαλιά η Φιλιώ, την κοίταξε ανυποψίαστη. Η μεγάλη της αδελφή έμεινε να κοιτάει την αγκαλιά της Δέσποινας που περίμενε το μωρό.

<<Αυτό θα το κρατήσω εγώ>> είπε η Φιλιώ. <<Δυστυχώς Δέσπο μου πρέπει να φύγεις χωρίς το μωρό. Πίστεψε με, είναι πολύ καλύτερα έτσι για όλους>>.

Η Δέσποινα ορθάνοιξε τα μάτια της έκπληκτη. <<Τι εννοείς;>> την ρώτησε.

<<Δεν έχεις άντρα, είσαι μόνη σου. Δεν μπορείς να το ζήσεις αυτό το παιδί. Εγώ παιδιά δεν μπορώ να κάνω, από το να υιοθετήσω άλλο, γιατί να μην πάρω αυτό που είναι και αίμα μου;>> της είπε η Φιλιώ.

Το χέρι της που κρατούσε την βαλίτσα της, χαλάρωσε και έπεσε στο πάτωμα κάνοντας θόρυβο. <<Σε παρακαλώ...>> ψιθύρισε η Δέσποινα.

<<Θα το βλέπεις το παιδί>> είπε η Φιλιώ. <<Απλά θα το μεγαλώσω εγώ. Με μένα θα μεγαλώσει με όλα τα καλά. Αν το κρατήσεις εσύ, θα έχεις στιγματιστεί δημοσίως. Ανύπαντρη μάνα; Και το παιδί σου θα υποφέρει τις δικές σου πράξεις και του πατέρα του>>.

Τα μάτια της Δέσποινας έμειναν να την κοιτάνε βουρκωμένα και τα χέρια της έμειναν ανοιχτά, μα η αγκαλιά της συνέχισε να παραμένει αδεία. Η Φιλιώ προσπαθούσε να την πείσει ότι έκανε το καλύτερο για εκείνη και το μωρό.

<<Δεν...>> ένας λυγμός έκλεισε τον λαιμό της νεαρής μάνας. <<Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Είναι δικό μου το μωρό. Εγώ το γέννησα...>>.

<<Τώρα σου φαίνεται σκληρή και κακή η απόφαση που πήρα, αλλά αργότερα θα καταλάβεις ότι είναι το σωστό. Αν στο αφήσω, σε λίγα χρόνια από τώρα θα βρίζεις τον εαυτό σου που δεν με άφησες να το πάρω. Το ξέρω ότι σου φαίνετε σκληρό αυτό αλλά είναι το σωστό>>.

<<Φιλιό...>> τα δάκρια της Δέσποινας γλίστρησαν από τα μάτια της, στα μαγουλά της και οι σταγόνες χάιδεψαν τα τρεμάμενα χείλι της.

<<Αν έχεις το μωρό, ούτε καν να δουλέψεις δεν θα μπορείς. Είμαι η αδελφή σου και νοιάζομαι για σένα. Σ' αγαπάω και θέλω να κάνω το καλύτερο για το καλό σου>> της είπε η Φιλιώ.

Η Δέσποινα έριξε μια ματιά στον Μίλτο, που δεν τόλμησε να μιλήσει. Έσκυψε και πήρε την βαλίτσα της.

<<Δεν θα χρειαστεί καν να κάνουμε χαρτιά υιοθεσίας. Το παιδί είναι σαν να το γέννησα εγώ. Το δικό μου όνομα δηλώθηκε για μάνα του παιδιού>> έδωσε την χαριστική βολή η Φιλιώ.

Η Δέσποινα έκανε ένα βήμα προς την πόρτα. <<Μην με ξανά αποκαλέσεις αδελφή σου. Δεν έχω αδελφή. Δεν έχω τίποτα πια. Πέθανες για μένα>>.

Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και την κοπάνισε με δύναμη καθώς χάθηκε από τα μάτια τους. Το μωρό ξύπνησε από τον εκκωφαντικό θόρυβο της πόρτας και άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Η Φιλιώ βούρκωσε και κάθισε σε μια καρεκλά. Ήταν σκληρή γυναίκα. Το ήξερε. Ήταν σκληρή και όλα τα έβλεπε με στεγνή λογική, αλλά δεν ήταν κακιά. Η ζωή την είχε κάνει έτσι, αλλιώς δεν θα κατάφερναν να επιζήσουν εκείνη και η Δέσποινα. Αναγκαστικέ να γίνει έτσι, τόσο σκληρή. Μεγάλωσε νωρίς και τόσο απότομα. Μέσα σε λίγες ώρες από έφηβη, έγινε ενήλικη και μάλιστα, σκληρή ενήλικη. Το μωρό συνέχισε να κλαίει και ο Μίλτος το πήρε αγκαλιά.

Η Δέσποινα πήγε σπίτι της νιώθοντας άδεια. Ήταν άδεια η κοιλιά της από το μωρό της που δεν ήταν πια εκεί, άδεια τα χέρια της που δεν το κρατούσε αγκαλιά, αλλά κυρίως, άδεια η καρδιά και η ψυχή της. Η χτύποι της καρδιάς της, της προκαλούσαν πόνο και άφηνε να χυθούν τα δάκρια σαν ποτάμι.

Και η Φιλιώ συνέχισε να κλαίει. Φαινόταν σαν να ήταν μια σκληρή, άκαρδη γυναίκα όμως η αλήθεια ήταν ότι αυτό που έκανε ήταν μια λογική λύση. Αυτό το παιδί θα ήταν στιγματισμένο σαν νόθο. Το μέλλον του θα ήταν αβέβαιο. Πείνα, φτώχια, εξαθλίωση. Και η Δέσποινα. Η Δέσποινα δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα τώρα, με ένα νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά και αργότερα, με ένα παιδί που δεν θα μπορεί μα του καλύψει έστω τις βασικές του ανάγκες...

Πέρασε κάποιος καιρός...

Η Δέσποινα ήταν βουτηγμένη μέσα στην κατάθλιψη της, ώσπου ένα βράδυ...

<<Δέσποινα... Άνοιξε μου Δέσποινα...>> άκουσετην φωνή του έξω από την πόρτα της. Είχε γυρίσει εκείνος πίσω σε εκείνη.Επιτέλους η ευλογημένη στιγμή είχε έρθει. Έτρεξε αμέσως στην πόρτα με λαχτάρακαι άνοιξε. Έπεσε πάνω στην αγκαλιά του Ιάσωνα με ορμή, κλαίγοντας.



{Τέλος κεφαλαίου. Πως σας φάνηκε αυτό το κεφάλαιο; Περιμένω σχόλια σας και αστεράκια σας με αγωνία}

Τρείς γενιές γυναίκα.Where stories live. Discover now