Σιλένα {1}

76 11 21
                                    

ΤΩΡΑ

Υπάρχει ένα νεκρό πράγμα στην άκρη του κρεβατιού μου το πρωί. Το ξέρω ότι βρίσκεται εδώ ακόμα και πριν ανοίξω τα μάτια μου. Η αίσθηση του μου είναι γνώριμη με τον πιο αλλόκοτο τρόπο, οικεία. Ξέρω τον τρόπο που στέκεται γέρνοντας σιγά σιγά πάνω από το κεφάλι μου, ρίχνοντας μια κατάμαυρη σκιά. Ξέρω τον τρόπο που η παρουσία του κάνει την θερμοκρασία στο δωμάτιο να πέσει μεμιάς και κάθε ήχο να καταλαγιάσει.

Δεν κινείται τίποτα τριγύρω, δεν ακούγεται το παραμικρό. Είναι λες και έχει χιονίσει κι ο κόσμος ολόκληρος έχει πέσει σε χειμερία νάρκη. Επικρατεί σιγή, αδράνεια. Θέλω να κλάψω, ή να μουγγρίσω, ή να φωνάξω για να διαλύσω την αδιαπέραστη, στοιχειωτική ησυχία, μα δεν το κάνω. Δεν μπορώ. Η παρουσία του πλάσματος είναι τόσο καθηλωτική που με παραλύει σύγκορμη. Δεν μπορώ να κουνηθώ, οι μυς μου μουδιάζουν, και το δέρμα μου ανατριχιάζει, όσο ο παλμός μου αυξάνεται ανεξήγητα. Η καρδιά μου σπαρταράει ξέφρενα σαν ένα μικρό, πανικόβλητο κολιμπρί παγιδευμένο στο κλουβί των πλευρών μου.

Όχι πάλι, σκέφτομαι και έπειτα, ηρέμησε, ηρέμησε, για τον Θεό, ηρέμησε!

Προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου, μα αποτυγχάνω και σε αυτό. Νιώθω τα βλέφαρα μου βαριά και δυσκίνητα, λες και κάποιος τα έχει κολλήσει μεταξύ τους και συνειδητοποιώ ότι ο τρόμος που με έχει καταλάβει είναι τόσο μεγάλος που ο εγκέφαλος μου δεν μπορεί να στείλει σήμα σε κανένα νεύρο στο σώμα μου. Δεν μπορώ να δω ή να σηκωθώ ή να το βάλω στα πόδια. Δεν μπορώ να κάνω κάτι για να δραπετεύσω από αυτή την φρικτή κατάσταση. Μπορώ μονάχα να την υπομείνω έως ότου τελειώσει. Έτσι συμβαίνει συνήθως και ετούτο το πρωινό δεν αποτελεί εξαίρεση.

Περιμένω καρτερικά για το τέλος, κι όσο το κάνω στήνω αυτί, αφουγκράζομαι και επικεντρώνομαι στους άρρυθμους χτύπους της καρδιάς μου προσδοκώντας ότι θα καταλαγιάσουν σύντομα. Δεν το κάνουν. Και αυτό επειδή συνειδητοποιώ ότι υπάρχει ένας ακόμα ήχος στο δωμάτιο. Ένας ήχος που δεν έρχεται από εμένα. Το πλάσμα ανασαίνει. Πρόκειται για μια τραχιά, ασθενική ανάσα που βγαίνει συρτά και με δυσκολία και θυμίζει επιθανάτιο ρόγχο. Φτάνει από κάπου αδιανόητα κοντά, από τόσο μα τόσο κοντά! Μοιάζει λες και είναι από πάνω μου... Η συνειδητοποίηση έρχεται σαν ψυχρολουσία. Όποιος κι ότι αν είναι αυτό που ανασαίνει, είναι πράγματι από πάνω μου. Δεν μπορώ να το δω, αλλά νιώθω το παγωμένο του χνώτο στο σβέρκο μου. Κρύο σαν τον θάνατο. Η ανάσα του γαργαλάει το δέρμα μου, κάνοντας τις τριχούλες του αυχένα μου να σταθούν προσοχή. Αναριγώ.

Η Έβδομη ΣύζυγοςWhere stories live. Discover now