1.Κάθε Τέλος Και Μια Αρχή-65

247 22 49
                                    

"Siete cazzate stronzate" όλο μαλακίες κάνεις. Της είπε η γιαγιά της στο τηλέφωνο.

Της είχε σηκώσει το τηλέφωνο για να μην αγχώνεται, δεν ήθελε να την ανησυχήσει. Στην πραγματικότητα, απλά της είχε νευριάσει.

"Γιατί ρε νόννα; Δεν είχα άδικο στο κάτω κάτω"

"Μιρέλα, ξύπνα amore mio, σε κάτι μέρες παντρεύεσαι και εσύ σηκώνεσαι και φεύγεις αντί να λύσεις το θέμα;" η φωνή της ακουγόταν σε όλο το μικρό, vintage διαμέρισμα.

Την είχε βάλει σε ανοιχτή ακρόαση για να μπορεί να ράβει παράλληλα. Ναι καλά άκουσες. Βρήκε μια ραπτομηχανή-του παππού της-και ένα παλιό χρυσό σατέν ύφασμα. Αποφάσισε να το κάνει φόρεμα.

Την βοηθούσε πολύ να χαλαρώσει, μάλιστα αυτές τις δύο μέρες, κόντευε να το τελειώσει.

"Δεν με νοιάζει αν παντρεύομαι, άμα θέλω τα τινάζω όλα στον αέρα. Με νοιάζει το ότι μου το έκρυψε ρε γιαγιά. Δεν έχει σημασία το ποσό καιρό με ξέρει, εσύ ερωτεύτηκες τον παππού με την πρώτη ματιά" είπε νιώθοντας αδικημένη.

Την άκουσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Εντάξει, έχεις δίκιο, αλλά μόνο σε αυτό. Δεν έπρεπε να τον αφήσεις Μιρέλα. Έπρεπε να κάνετε μια κουβέντα. Άσε που δεν το σηκώνεις σε κανέναν, το ξέρεις πως κόντευε να τρελαθεί; Όλοι κοντεύαμε!"

"Συγγνώμη"

"Non importa" Δεν πειράζει. "Χαίρομαι που είσαι καλά" της συνέχισε γλυκά. Δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία ακόμα και αν ώρες ώρες ήθελε να της τραβήξει το αφτί.

"Γιαγιά, λες να μην με βρει;" ρώτησε έναν από τους φόβους της το τελευταίο σαρανταοχτάωρο. Ή μήπως δεν διάβασε τα ημερολόγια;

"Μην λες βλακείες. Είμαι σίγουρη πως θα σε βρει. Δεν έχετε μυστικά μεταξύ σας, θα καταλάβει" την διαβεβαίωσε με τα σπαστά ελληνικά της και εκείνη ένευσε θετικά προσπαθώντας να την πιστέψει.

Κοίταζε το φόρεμα μπροστά της. Ήταν σχετικά απλό για αυτήν, αλλά της άρεσε το χρώμα. Γιατί το χρώμα της ήταν το χρυσό, της πήγαινε πιο πολύ από όλα στα μάτια της.

ΜιρέλαWhere stories live. Discover now