3. Πλανήτης Φάντασμα

28 2 2
                                    

«Μάλιστα», επέμεινε η Κατερίνα Στίνα. Το τρέμουλο της απειρίας που είχε εμφανιστεί στη φωνή της όσο τους παρουσίαζε τα δεδομένα είχε εξαφανιστεί. Με το στόμα της να έχει αδειάσει από αυτό που για την ίδια ήταν φρίκη, έμοιαζε να έχει παραδοθεί στη μοίρα της και αντιμετώπιζε την όλη κατάσταση με μια ψυχρή αξιοπρέπεια. «Φαίνεται σε όλα τα όργανα».

   Ο Άντριου δεν είχε συνέλθει ακόμη. Για μια στιγμή είχε βρεθεί κάπου αλλού. Στο άδειο, ταλαιπωρημένο πάρκο τρεις δρόμους μακριά από το πατρικό του σπίτι. Μόνος. Πώς είχε φτάσει εκεί; Ηλικία, δεκατεσσάρων ετών, με τη φωνή του να κάνει ακόμη κοκοράκια. Το πάρκο σαν στοιχειωμένο. Γκράφιτι στους τσιμεντένιους τοίχους και πλαστικά, άδεια μπουκάλια πεταμένα στο λευκό χώμα, γεμάτο πατημασιές και βοτσαλάκια. Το μεταλλικό τρίξιμο της κούνιας. Το μακρινό πέρασμα ενός αυτοκινήτου. Κανείς δεν πήγαινε εκεί τέτοια ώρα, μόνο ο Άντριου έξω από το σπίτι μετά από τη μία, με τις χρόνιες εφηβικές του αυπνίες και τον ήχο της τηλεόρασης του σαλονιού στα βραδινά προγράμματα που παρακολουθούσε ανελλιπώς ο πατέρας του, να τον τρελαίνει. Στο πάρκο, με τα πόδια του να σέρνονται και τον ουρανό εντελώς μαύρο. Α, ναι. Ήξερε γιατί είχε φτάσει εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που, σηκώνοντας το κεφάλι του προς τον ουρανό, δεν είχε βρει ούτε ένα αστέρι.

   Για τον Άντριου, εκείνη η μέρα στο πάρκο ήταν το τέλος της παιδικής του ηλικίας. Είχε κάτσει τρεις ώρες, ξύνοντας τη σκουριά από την αλυσίδα μιας κούνιας. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν... Μόνο αυτή η ανάμνηση, καθισμένος στο ξύλο, με εκείνον τον πνιγηρό υπαρξιακό τρόμο να τον κατακλύζει και το σύμπαν να μοιάζει κλειστοφοβικά τεράστιο με την αδιάφορη απεραντοσύνη του. Όταν γύρισε σπίτι, κατέβασε τις αφίσες από τους τοίχους, καθάρισε τη βιβλιοθήκη του, άδειασε το βαζάκι όπου μάζευε λεφτά για το πρώτο του τηλεσκόπιο. Την επόμενη μέρα, παράτησε την δουλειά μειωμένου ωραρίου στο βαφλάδικο που πάχαινε τον ίδιο και τα όνειρά του επί επτά μήνες. Φεύγοντας έκλεψε και ένα κουτί με σιρόπι σοκολάτας. Έτσι, για το γαμώτο.

   Είχε χρόνια να νιώσει τόσο εγκλωβισμένος. Και τώρα, o Blair32, ο πλανήτης φάντασμα. Αυτό που είχε καθίσει στο στομάχι του δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει παρά μόνο ως δέος, αλλά ένα δέος συμπαγές και ψυχρό, που τον γέμιζε σαν καπνός. Ήταν λες και για πρώτη φορά από την αρχή του ταξιδιού, συνειδητοποιούσε την πραγματική τους θέση στο σύμπαν. Περιφέρονταν στο πουθενά, μέσα στο βαρυτικό πεδίο ενός πλανήτη που ταυτόχρονα υπήρχε και δεν υπήρχε. Και πού; Στον άδειο ουρανό. Μέσα σε ένα σκάφος, εκατομμύρια μίλια μακριά από το σπίτι τους, σε ένα σημείο του κόσμου που δεν ήταν καν ορατό από την πίσω αυλή του πατρικού σπιτιού του όπου είχε περάσει όλη την παιδική του ηλικία να εκλιπαρεί για μια θέση ανάμεσα στα αστέρια. Να τη η θέση τώρα. Μοναχική, απίστευτα σκοτεινή και τερατώδης. Μέσα στη Σειρήνα, μέσα στο κενό, απολύτως μόνοι, απίστευτα μακριά από το σπίτι τους.

Κάτω από τα ΔέντραWhere stories live. Discover now