Άρτεμις

132 48 10
                                    

Στην αρχή η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή, τόσο που άκουγε τους χτύπους της στο αυτί της, δυνατά. Μόλις έριξαν στα πόδια της το σώμα του Απόλλωνα, ένιωσε λες και σταμάτησε για μια τόσο δα στιγμούλα, λόγω του φόβου που της προκάλεσε το παρουσιαστικό του. Ήταν σε άσχημη κατάσταση, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίματα ενώ μπορούσε να καταλάβει πως τον είχαν χτυπήσει και στο σώμα αρκετά. Στράφηκε με σκληρό ύφος προς την Σαρλότ, που παρατηρούσε με ενδιαφέρον τον Απόλλωνα λες και περίμενε να κάνει κάτι το αξιοπρόσεκτο.

«Όμορφος είναι. Απ' όσο έμαθα, είστε φίλοι, αλλά τον πήδηξες κιόλας μια φορά;» γέλασε, κάνοντας τη Λούνα έξαλλη. «Μας τα είπε όλα μετά από μερικές γροθιές. Δεν αντέχει τον πόνο... τώρα θα μου πεις, υπάρχει άντρας που τον αντέχει; Μας λένε μαλακίες πως είναι δυνατότεροι από εμάς. Σκέψου πως θα έκαναν αν γεννούσαν, όταν με μια μπουνιά λιποθυμάνε!» γέλασε υστερικά κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της Λούνα. Εκείνη το τίναξε μακριά λες και την είχε ακουμπήσει κάτι σιχαμερό και γονάτισε δίπλα στον φίλο της. Κράτησε το κεφάλι του σταθερό και με την άκρη της μπλούζας της άρχισε να καθαρίζει το πρόσωπό του από τα αίματα. Το χέρι της έτρεμε, το ίδιος και το σώμα της, αλλά το συνειδητοποίησε μόνο όταν εκείνος άρχισε να αντιδράει και να βρίσκει τις αισθήσεις του.

«Λούνα;» κατάφερε να πει με δυσκολία. Έκανε μία κίνηση να σηκωθεί αλλά εκείνη τον απέτρεψε γιατί μπορούσε να δει ξεκάθαρα πως το σώμα του τον πονούσε.

«Μη, μείνε λίγο εδώ και θα σε βοηθήσω να καθίσεις στον καναπέ μόλις νιώσεις έτοιμος».

«Θα σηκωθώ», επέμεινε και εκείνη του έδωσε το χέρι της για να τον τραβήξει από το πάτωμα. Στηρίχθηκε πάνω της μέχρι που έφτασαν στον καναπέ όπου κάθισε, κοιτώντας γύρω του εξεταστικά, φανερά τρομαγμένος. «Που έχεις μπλέξει, Λούνα; Τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι; Ήρθαν και με άρπαξαν από το κρεβάτι μου και με ρωτούσαν για ένα ναυάγιο!» της είπε χαμηλόφωνα, απαιτώντας εξηγήσεις. «Όσο τους έλεγα πως δεν γνωρίζω, τόσο πιο...» δεν συνέχισε, το στόμα του μετατράπηκε σε μια ευθεία γραμμή και απέστρεψε το βλέμμα του γιατί ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.

«Λυπάμαι πολύ, Απόλλωνα, δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα σε έβαζα σε τέτοιον μπελά», αποκρίθηκε εκείνη, γεμάτη τύψεις, και η ματιά της στάθηκε πάνω στη Σαρλότ που παρακολουθούσε από απόσταση. «Δεν έχει χυθεί αρκετό αίμα; Άφησέ τον να φύγει!» διέταξε, αλλά εκείνη δεν βλεφάρισε καν.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούWhere stories live. Discover now