Σκέψου, τι προτιμάς; / Πρόλογος

65 16 24
                                    

Περνούσε τα βράδια της με εφιάλτες. Συχνά έβλεπε στον ύπνο της σκηνές από τις υποθέσεις της. Το αστυνομικό της δαιμόνιο δεν σταματούσε σχεδόν ποτέ. Γυρνούσε, πότε στα αριστερά πότε στα δεξιά. Προσπαθούσε να κοιμηθεί ανθρώπινα αλλά δεν γινόταν. Άνοιγε συνέχεια τα μάτια της διάπλατα, κοιτούσε τον λευκό πίνακα που βρισκόταν απέναντι από το κρεβάτι της. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες υπόπτων, γεμάτο σημειώσεις με πολύχρωμα χαρτάκια. Ένας αχνός μαύρος μαρκαδόρος συμπλήρωνε τα κενά του πίνακα. Ήταν και αυτός ο ήχος της βροχής που δεν βοηθούσε την κατάσταση. Οι ψιχάλες έπεφταν πάνω στην τέντα με ορμή και της δημιουργούσαν ακόμα περισσότερους θόρυβος στο μυαλό της. Όλο σκεφτόταν και σκεφτόταν προσπαθούσε να συνδυάσει τα γεγονότα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Κάτι της ξέφευγε από την υπόθεση, κάπου υπήρχε ένα κλειδί, μία κλειστή πόρτα που δεν έβρισκε το κλειδί να την ανοίξει. Υπήρχε όμως μία τρύπα για να μπει μέσα. Το ήξερε αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει, ή μάλλον δεν μπορούσε να το βρει για να το αποδείξει. Τα πόδια της ήταν ξεσκέπαστα. Τράβηξε από τη δεξιά της πλευρά τη κουβέρτα. Συνειδητοποίησε ότι ο Μάρκος δεν βρισκόταν στο πλάι της. Εκεί ήταν που της έφυγε εντελώς ο ύπνος και κάθε ανάγκη να κοιμηθεί. Παραμέρισε την κουβέρτα, έβαλε στα κρύα πόδια της τις παντόφλες και προχώρησε προς το χωλ. Τον έβλεπε να κάθεται με ανοιχτή την μπαλκονόπορτα στη βροχή, να μιλάει στο τηλέφωνο, να ψιθυρίζει κάτι. Όταν την αντιλήφθηκε, σαν να το έκλεισε βιαστικά. Άναψε γρήγορα-γρήγορα ένα τσιγάρο. 

-Τι κάνεις εδώ έξω; Θα κρυώσεις

-Αφού δεν με αφήνεις να κοιμηθώ. Όλη την ώρα γυρίζεις στο κρεβάτι. Έχασα τον ύπνο μου.

-Και εγώ δεν μπορώ. Σκέφτομαι διάφορα για εκείνη την υπόθεση με τον γιατρό. 

-Γιατί πότε μπόρεσες;

Σηκώθηκε από την καρέκλα της βεράντας, πέρασε από δίπλα της σαν να τον ηλέκτριζε η ατμόσφαιρα και μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι, σβήνοντας το τσιγάρο σε ένα πρόχειρο τασάκι στο σαλόνι. Εκείνη δεν μπορούσε να μην το πει, να μη ρωτήσει.

-Με ποιον μίλαγες τέτοια ώρα . Κοντεύει δύο.

-Άρχισες πάλι την ανάκριση; Δεν είμαστε αστυνομικό τμήμα εδώ. Αυτά το πρωί στη δουλειά σου. Όχι εδώ πέρα.

Ήταν συχνό φαινόμενο πλέον ο Μάρκος να ενοχλείται από τις πολλές ερωτήσεις. Ένιωθε ότι πνιγόταν, πως βρισκόταν μόνιμα σε ένα τμήμα. Η Ιόλη δεν είχε το ίδιο πρόβλημα. Δεν μπορούσε ωστόσο, να διαχωρίσει τη δουλειά της από το σπίτι της. Οι υποθέσεις την κυνηγούσαν και εκεί.

Σκέψου, τι προτιμάς;Where stories live. Discover now