Σκέψου, τι προτιμάς; / 4ο

21 6 7
                                    


Ο νέος χρόνος ήταν κάπως απαιτητικός για την Ιόλη. Όλα έδειχναν να έχουν διογκωθεί στο κεφάλι της και να ψάχνει συνεχώς για νέα στοιχεία, νέα πρόσωπα, νέα δεδομένα που ίσως θα διαλεύκαναν και τις δύο υποθέσεις που είχε αναλάβει με τον Σάββα. Η πρώτη υπόθεση ήταν εκείνη της Εριέττας Κίκα Παλαιονίκα και η δεύτερη ήταν η απρόσμενη απόλυση του Μάρκου από την εταιρεία του που την έκανε να πιστεύει ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο Μάρκος είχε τέτοια νεύρα και τόσο πόνο μέσα του, που ξεσπούσε στο ποτό και στα χιλιάδες εκατοντάδες τσιγάρα που φούμαρε μες στα άγρια μεσάνυχτα. Τώρα πια δούλευε σε ένα συνοικιακό καφενεδάκι. Γύρισε στα φοιτητικά του χρόνια που ήταν σερβιτόρος, σκέφτηκε. Όσο περίμενε απαντήσεις από τα βιογραφικά που είχε στείλει, θεώρησε πως καλό θα ήταν να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Η Ιόλη το πρότεινε. Εκείνος παραδόξως το δέχτηκε. Ίσως δεν είχε να χάσει τίποτα άλλο. Τι του είχε απομείνει εξάλλου; Μόνο η Ιόλη. 

Ο Σάββας ωστόσο, ίσως και να περνούσε μια από τις πιο ήρεμες φάσεις της ζωής του. Εκείνο το Σαββατοκύριακο που βγήκανε με την Αδελάιδα, ήταν τόσο ευχάριστο και ενθουσιώδες. Η Ιόλη πάλι τα είχε καταφέρει με τον τρόπο της. 


-Flashback-

Ο Σάββας ζήτησε το Σάββατο άδεια από την Ιόλη για να "ξεκουραστεί" λίγο παραπάνω. Η Ιόλη προφανώς και ήξερε για την έξοδό τους αλλά δεν μίλησε. Αντίθετα του είπε να σχολάσει δύο ώρες νωρίτερα και την επομένη να έρθει δύο ώρες αργότερα. Αυτό βέβαια σήμαινε πως η Ιόλη θα έπρεπε να αναπληρώσει εκείνα τα κενά. 

Μόλις έφυγε από το τμήμα, έγινε σίφουνας για το σπίτι. Έβαλε τον θερμοσίφωνα και έκατσε μπροστά από τη ντουλάπα για κάνα τέταρτο. Κοίταζε τα ρούχα με λεπτομέρεια, τα πετούσε από εδώ και από εκεί. Στο τέλος συμβιβάστηκε με ένα μαύρο πουκάμισο και ένα καφέ κοτλέ παντελόνι με μια μεγάλη ζώνη με έντονη αγκράφα. Τα σιδέρωσε με μαεστρία, γιατί είναι και νοικοκύρης, και μπήκε γρήγορα στο ντούζ. Η ώρα ήταν μόλις οκτώ και τέταρτο και στις εννιά και μισή είχε συμφωνήσει να την πάρει από τον φούρνο για να πάνε για φαγητό, ποτό, σινεμά, ό,τι προκύψει, δεν είχαν αποφασίσει ακόμα. Αυτός δηλαδή, γιατί εκείνη είχε κάνει ήδη ένα γιγαντιαίο πλάνο στο μυαλό της. Εννοείται πως πήρε από τον φούρνο δύο λαχταριστά κρουασάν σοκολάτας με σιρόπι για να τον δελεάσει. Είχε τον τρόπο της. Εκείνη είχε κάνει τα μποτέ της, είχε ισιώσει την αφάνα που είχε για μαλλιά και είχε ήδη αποφασίσει πως θα φορούσε μια μίντι πλισέ κυπαρισσί φούστα και ένα κρουαζέ λευκό μπλουζάκι, το καλό της το μπεζ παλτό και τις χειμερινές της μαύρες γόβες. Ένιωθε πολύ όμορφα σε αυτά τα ρούχα. Τα σμαραγδένια σκουλαρίκια της και η μικρή μαύρη τσάντα της ταίριαζαν άψογα με το λούκ της. Έβαλαν και οι δύο τις κολόνιες τους, παρφουμαρίστηκαν και κανείς τους δεν άργησε στο ραντεβού. Η Αδελάιδα ως πιο δυναμική και ανυπόμονη, μόλις τον είδε πάνω στη μηχανή, τον αγκάλιασε απευθείας. Εκείνος αιφνιδιάστηκε αλλά χάρηκε μέσα του. Την αγκάλιασε πίσω, λίγο πιο δειλά. 

Σκέψου, τι προτιμάς;Where stories live. Discover now