Κεφάλαιο Πρώτο: Άγρυπνος Φρουρός

287 16 0
                                    

"Κοίτα που έχει και φρουρό ο παρολίγον δολοφόνος του πατέρα μου. Πόσα μερόνυχτα κείτεται σαν νεκρός στο κρεβάτι σου Αντρέι;"

Λεπτά χέρια κινήθηκαν βουβά στο σκοτάδι: Το δεξί για το σπαθί, το αριστερό στο στέρνο του Κανέλλου, του οποίου οι ανικητοι εφιάλτες πληθεναν.

"Τόσα όσα ο πραγματικός δολοφόνος του θείου σου κοιμάται ολοζώντανος και ανενόχλητος στο δικό του κρεβάτι, Μάρκο." Αντέτεινε ο Αντρέι νιώθοντας τα μάτια του Μάρκου στην πλάτη του.

"Διάολος είσαι Ρωσε! Πιστεύεις ενα μισοπεθαμένο γέρο! Ο Ιωάννης δεν έστεκε καλά!"

"Ο Ιωάννης την ύστατη ώρα στάθηκε πιο ψηλά από ότι ο πατέρας σου θα φτάσει ποτέ. Φανέρωσε μία αλήθεια που τον έτρωγε χρόνια ολόκληρα." Ο Μάρκος πλησίασε.

"Μεριασε, Ρώσε." Ο Αντρέι δεν κουνήθηκε. Ένιωσε την οργή του Μάρκου να βράζει. Οι κόγχες των ματιών του χάραζαν σημάδια στην πλάτη του.

"Είμαι ο καπετάνιος αυτού του πύργου και θα κάνεις ότι σε προστάζω. Επιτέθηκε στον πατέρα μου! Πίστεψε τα ψέματα. Πήγε να τον πνίξει!" Έπαυσε μια στιγμή, γιατί ο Αντρέι πήγε να γυρίσει προς το μέρος του. Μα τελικά, απλά έσκυψε προς τον Κανέλο, παίρνοντας το νοτισμένο πανί στα χέρια του για να του καθαρίσει το πρόσωπο του σχολαστικά.

Ο Μάρκος συνέχισε τις προσβολές, βλέποντας τέτοια φροντίδα. "Μα ποτέ δεν ήταν ικανός στην μαχη. Μόνο στα λόγια και στο πιοτί. Έφαγε μία σπρωξιά και ξεράθηκε στο πάτωμα." Συρρηξε με στόμφο που μόνο εκείνον ενθουσίαζε.

Το σιγανό άνοιγμα της πόρτας δίχως πρώτα κάποιο χτύπο διέκοψε το ντελίριο. Η μορφή της Θεοφανώς άπλωσε σκιές στον τοίχο.

"Αντρέι, έφερα φαγητό για--" Η κοπέλα κοκαλωσε με τον δίσκο στα χέρια.

"Όχι μόνο δεν είναι σε μπουντρούμι, αλλά τον ταιζουμε κιόλας!" Ο Μάρκος κάρφωσε την Θεοφανώ με το βλέμμα παίρνοντας τα μάτια του από την πλάτη του Αντρέι. "Πρόσταξα να μην του φέρετε φαγητό. Τον Ρώσο δεν μπορώ να μην τον έχω εδώ, μα τον παράουρο δεν θα τον ταΐσω κιόλας!"

"Είναι το δικό μου μερτικο στο φαγητό, αφέντη." Μόνο τότε ο Αντρέι σήκωσε τα μάτια από το βασανισμένο πρόσωπό του Κανέλου και ακολουθοντας το βλέμμα του Μάρκου, πρόσεξε πως πράγματι το φαγητό ήταν πιο φτωχικό, σε άλλο δίσκο από ότι έτρωγαν ο Μιχαήλ και οι υπόλοιποι. Όπως και όλες τις προηγούμενες βραδιές.

"Πάρε το πίσω αυτή τη στιγμή Θεοφανώ."

"Να με συμπαθάς αφέντη, μα το φαγητό είναι δικό μου. Εγω θα αποφασίσω τι θα το κάνω."

Magissa: Twitter (X) Stories in Threads 🧵Where stories live. Discover now