Κεφάλαιο Δεύτερο: Η Μάγισσα και ο Επισκέπτης

188 13 0
                                    

Η καυτή ανάσα της Θεοφανώς έβγαινε από τα χείλη της σκληρά, αβίαστα, καθώς τα ασταθή βήματα της την έπαιρναν όλο και πιο μακριά από το δέντρο στο οποίο ο Μάρκος ακόμη κουρναζε, πιωμένος από πόθο.

Μα αλίμονο! Θεέ και κύριε, τι είχε τολμήσει να κάνει; Εκείνη, μία απλή δούλα, να δεχτεί φιλί από τον πρωτότοκο γιο του κύρη του Πύργου, ο οποίος ακόμα θρηνούσε το θάνατο του δικού του γιου; Σαν μεθυσμένη, η Θεοφανώ παραπάτησε, τρέμοντας σαν η ανάσα της την εγκατέλειψε.

Ένας λυγμός διαπέρασε τα χείλη της που κανένας μέχρι τότε δεν είχε ακουμπήσει. Μόνο στα πιο απόκρυφα της όνειρα είχε τολμήσει να ανανοηθει πως ο Μάρκος την πλησίαζε και την χαϊδεύε στοργικά προτού πάρει το πρόσωπό της στα χέρια του γέρνοντας μπροστά αργά να την φιλήσει.

Και τώρα; Ήταν άραγε όνειρο; Όχι. Στο όνειρό της το φιλί ήταν αγνό, σιγανό σαν το άγγιγμα του νερού στην όχθη του ποταμού. Τούτο εδώ ήταν σκληρό γεμάτο φωτιά και πάθος. Βαρύ σαν τη λαγνεία που ο Μάρκος φαίνονταν να αντιπαλευει μα όχι να νικά. Έτσι ήταν τα φιλιά λοιπόν;

Ίσως να ήταν έτσι. Τουφέκι και άντρας ήταν ο Μάρκος, ίσως να ήθελε να αποτάξει τον πόνο του χαμού με τέτοια δύναμη που δεν λογάριασε πως αυτό ήταν το πρώτο φιλί που έκλεβε από την Θεοφανώ.

Αγερας φύσηξε κάνοντας τη σημαία στις πολεμίστρες του πύργου να κυματίζει προς Βορράν. Η Θεοφανώ ανασκουμποθηκε νιώθοντας το κρύο να τρυπώνει κάτω από τα ρούχα της, να διαπερνά κάθε εμπόδιο και να κοιτάξει την ψυχή της.

"Τι κάνει μια γυναίκα μόνη της εξω τέτοια ώρα;"

Η Θεοφανώ βλεφαρίσε, σμίγοντας τα φρύδια της ώστε να μπορέσει να κοιτάξει γύρω πέρα από το πέπλο του σκοταδιού και να δει από που ερχόνταν η περίεργη φωνή. Κανείς όμως δεν βρίσκονταν δεξιά μήτε ζέρβα της, και μόνο η σκιά της ρίζωνε πίσω της.

Αγερας φύσηξε ξανά και τα σύννεφα παραμέρισαν.  Μόνο μία ακόμα σκιά απλώθηκε, και η Θεοφανώ έντρομη έστρεψε το βλέμμα της προς τη μόνη κατεύθυνση που είχε απομείνει. Πάνω, εκεί ανάμεσα στις πολεμίστρες στέκονταν η φιγούρα ντυμένη στα μαύρα, με πρόσωπο σκοτεινό.

Μη μπορώντας αρχικά να βγάλει μίλια από το στόμα της η Θεοφανώ έμεινε να κοιτά αποσβολωμένη τον ξένο για τον οποίο όλοι τόσα είχαν να πουν μα εκείνη έμοιαζε να μην είχε προσέξει ποτέ έως τώρα.  Εκείνος όμως φαίνεται πως δεν ήταν απρόσεκτος. Τα βλέμματα τους έσμιξαν.

Magissa: Twitter (X) Stories in Threads 🧵Where stories live. Discover now