Ι. Η Αρχή του τέλους.

807 42 22
                                    


Η Θεοφανώ Λάσκαρη, κοίταζε τον σπασμένο καθρέφτη μπροστά της. Μεγάλα κομμάτια από γυαλί πεταμένα παντού στο δωμάτιο. Στον καθρέφτη είχε μείνει ένα μονάχα κομμάτι που καθρέφτιζε τώρα το είδωλο της. Τα ρούχα της σκισμένα και τα μαλλιά της ανακατωμένα. Στο λαιμό της σημάδια ενός άνομου πάθους, μεγαλύτερα σημάδια όμως στην καρδιά της που χτυπούσε ακανόνιστα σαν τρελή. Το βλέμμα της δακρυσμένο από την αναγνώριση. Μοιχαλίδα. Καταδικασμένη. Ερωτευμένη. Με έναν άνδρα που δε θα ήταν ποτέ δική του.
Πώς είχαν όλα ξεκινήσει, πώς έφτασε στην κατάσταση αυτή; Πώς έφτασαν εκεί τα πράγματα; Δε θυμόταν. Προσπαθούσε να θυμηθεί.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Ήταν όνειρο αλλά τόσο αληθινό. Αληθινό γιατί αυτή ήταν η ζωή της τον τελευταίο χρόνο.

Πόρτο Κάγιο έναν χρόνο πριν.

Η Θεοφανώ Γερακάρη ήταν ένα ελεύθερο πλάσμα. Δεν ήθελε καταπίεση και υποχρεώσεις.
Την Θεοφανώ Γερακάρη την πάντρεψαν με το ζόρι.

Ένα πρωινό ο Σπήλιος ο μεγάλος της αδελφός και αρχηγός της σειριάς τους όρμησε στο δωμάτιο της, και της ανακοίνωσε ότι θα έπαιρνε τον μεγάλο γιο του Μιχάηλ Λάσκαρη τον Μάρκο. Ο Σπήλιος είχε αναλάβει την φροντίδα όλης της φαμίλιας τους μετά τον θάνατο του πατέρα της του μπάρμπα Θράσου και το μόνο που επιδίωκε διακαώς, ήταν μια ένωση με μια εξίσου ισχυρή σειριά. Ήθελε να διαφυλάξει ότι οι Γερακάρηδες θα είχαν συνέχεια μέσα στους αιώνες, ότι θα διατηρούσαν τις σκούνες τους χωρίς να χρειαστεί να συνεχίσουν τα κουρσέματα. Ήθελε να καθαρίσει το όνομα τους και να το οδηγήσει στο μεγαλείο μέσω του εμπορίου. Τούτο τουλάχιστον τον συμβούλευε η σύζυγος του η Γερακίνα. Όμορφη και ξύπνια αν και από σειριά κατώτερη της δικής τους, ήθελε να δει τους Γερακάρηδες και κυρίως τον άνδρα της να φτάνουν ψηλά.
Και θα επιστράτευε κάθε μέσο. Ήταν σίγουρη λοιπόν πως της νύφης της ιδέα ήταν ο επικείμενος γάμος.

Εκείνο το πρωινό η Θεοφανώ είχε κατέβει στο Πόρτο Κάγιο, να χαζέψει στην αγορά. Όπως περπατούσε στην προβλήτα ξάφνου το μάτι της πήρε από μακριά μια ψιλόλιγνη μελαχρινή φιγούρα και η καρδιά της έχασε έναν χτύπο. Ήταν ο Ανδρέας, ο μεγάλος γιος του Τζανέτου Λάσκαρη, του καπετάνιου της Λάγιας. Ο Ανδρέας που μετά το θάνατο του πατέρα του απαρνήθηκε το πατρογονικό του δικαίωμα και το παραχώρησε στον θείο του τον Μιχάηλ. Ήθελε να ταξιδεύει όπως έλεγε «η καρδιά του θα ήταν πάντα στη Μάνη αλλά το κορμί και το μυαλό του ανήκε σε όλο τον κόσμο». Έτσι τον είχε ακούσει να λέει στον καλύτερο του φιλο τον Κοσμά ο Θράσος, ο ανιψιός της που έπειτα συνέχισε κοροϊδευτικά «όλοι οι Λασκαραίοι είναι φυντάνια αλλά τούτος είναι άλλο πράγμα, μια μύτη μέχρι το Θεό.» Και πράγματι φαινόταν πως ήταν πολυταξιδεμένος γιατί τα ρούχα του ήταν ευρωπαϊκά και όχι μανιάτικες βράκες. Στεκόταν στην προβλήτα που άραζαν τις μεγάλες σκούνες τους οι Λασκαραίοι, και είχε μόλις βγει από το πλοίο. Ξάφνου ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που μουρμούρισε κάτι σε μια ξένη γλώσσα "Андрей, мы наконец-то приехали?" (Αντρέι επιτέλους φτάσαμε;) και η Θεοφανώ δεν κατάλαβε τι είπαν. Μόνο το Αντρέι συγκράτησε. Αντρέι άρα Ανδρέας. Θα πρέπει να ήταν κάποια παραλλαγή του ονόματος του. Η κοπέλα ήταν όμορφη και κατάξανθη δεν ήταν σίγουρα από τα μέρη τους. Η επιδερμίδα της ήταν τόσο λευκή, που μπροστά της η ανιψιά της η Μεταξία φάνταζε σταρένια. Φορούσε αρχοντικά ρούχα αν και επίσης ξενόφερτα και του χαμογελούσε. Εκείνος γύρισε για να της δώσει το χέρι του και τότε το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Θεοφανώς και ήταν σαν να την έλουσε λάβα ολάκερη. Καρφώθηκε πάνω της και δεν κινήθηκε από εκεί για αρκετά δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθούσε να δει αν θα το αποσύρει εκείνη πρώτη. Τελικά νίκησε και η Θεοφανώ κατέβασε το βλέμμα και έφυγε γρήγορα από την αγορά.

Καθρέφτης. Kde žijí příběhy. Začni objevovat