ΙΙ. Μεταίχμιο

682 27 14
                                    


Trigger warning | explicit sexual content, angst, slight violence.

Οι μέρες της Θεοφανώς στον Πύργο περνούσαν γρήγορα αν και χωρίς καμία ουσιαστική χαρά. Ο Μάρκος φεύγοντας από τη χαρούμενη διάθεση των πρώτων μερών του γάμου τους, είχε αφοσιωθεί στις δουλειές του και τα καραβάνια του. Οι σκούνες ήταν η προτεραιότητα του και η Θεοφανώ σχεδόν νοσταλγούσε την πρώτη εβδομάδα που θα ξέκλεβε καμία ώρα από το Μαρμάρι ή το Πόρτο Κάγιο για να πάνε βόλτα με τα άλογα. Το να βρίσκεται μακριά από τον Πύργο της άρεσε. Την βοηθούσε να ξεχνιέται. Να φεύγει το μυαλό της. Να μη τον σκέφτεται.

Τον έβλεπε συχνά τον πρώτο καιρό. Καθημερινά σχεδόν. Τον έβλεπε κάθε πρωί να σελώνει το λευκό του άλογο και άκουγε την φωνή του «Κοσμά την Πύλη» έλεγε στον φρούραρχο και πιστό του φίλο, που έτρεχε να του ανοίξει και μετά τον ακολουθούσε. Και η Θεοφανώ από το παράθυρο της παρατηρούσε κάθε κίνηση του σώματος του σχολαστικά, πρόσεχε ότι είχε αφήσει την ευρωπαϊκή του φορεσιά και ντύνονταν μόνιμα στα μαύρα. Υπήρχαν φορές που καθόταν όλη την μέρα στο παραθύρι της, περιμένοντας την στιγμή που η πύλη θα άνοιγε και το λευκό άτι θα διέσχιζε την αυλή, ψάχνοντας αχόρταγα με τα μάτια της τον καβαλάρη του.

Η Νατάλια, η γυναίκα του ήταν από τη φύση της όμορφη και ευγενική φυσιογνωμία. Με τα λίγα ελληνικά που ήξερε προσπαθούσε να την προσεγγίσει, να γίνουν φίλες. Ένιωθε και εκείνη ολομόναχη στον Πύργο. Μα η Θεοφανώ δε μπορούσε. Αισθανόταν τύψεις. Προτιμούσε να φαίνεται απόμακρη και ψυχρή, της ήταν πιο εύκολο παρά να προσποιηθεί ότι συμπαθούσε την κυρά του Ανδρέα Λάσκαρη του «Αντρέι» όπως τον φώναζε. Γιατί την μισούσε.

Την μισούσε. Μισούσε ότι κάθε βράδυ ξάπλωνε στο κρεβάτι της και οι ήχοι από το διπλανό δωμάτιο τρυπούσαν τα αυτιά της και δεν την άφηναν να κοιμηθεί. Ήχοι που προκαλούσε εκείνος που θα έπρεπε να βγαίνουν από το δικό της στόμα. Έβαζε το μαξιλάρι στα αυτιά της και στριφογύρναγε στο κρεβάτι σα το φίδι προσπαθώντας να ξεχάσει τους ήχους, να ξεχάσει εκείνον. Τα μηνίγγια της σφυροβολούσαν όμως. Δε μπορούσε. Και οι ήχοι όλο και δυνάμωσαν και πέρα από την λεπτή γυναικεία φωνή ακούγονταν και μια άλλη. Βαθιά, αντρική. Και η Θεοφανώ αποπροσανατολίζονταν και ένιωθε να χάνεται ο κόσμος όλος.

Έτσι ένα βράδυ που οι φωνές ακούγονταν ξανά το ίδιο δυνατές, εκείνη έλυσε το νυχτικό της και πλησιάσε το Μάρκο που είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Στη θέα του γυμνού κορμιού της, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και γέμισαν θαυμασμό. Δεν είχαν κάνει έρωτα αρκετές φορές μετρημένες στο δάχτυλο του ένας χεριού, για την ακρίβεια δυο, μια την επομένη του γάμου τους και μια τώρα. Ήταν τρυφερός μαζί της αλλά δε της προκαλούσε τίποτα. Καμία φούγα, κανένα σκίρτημα κανένα κάψιμο. Και όπως ξάπλωνε πάνω στο στήθος της ξαφνικά οι καστανόξανθες μπούκλες γινόταν μαύρες τούφες, το κάστανο ζεστό βλέμμα, μαύρο κάρβουνο και η Θεοφανώ πλέον έβλεπε τον Ανδρέα, τον Αντρέι που ήταν μόνο δικός της και χανόταν εκεί. Μαζί του. Και ταξίδευε σε άλλες θάλασσες, αυτές της ηδονής και άνθιζε και μαζί και οι κραυγές της. Με το πρόσωπο του χαραγμένο στο μυαλό της, και τα χέρια του να την αγγίζουν έφτασε λίγο πριν την κορύφωση. Και εκείνη την ύστατη στιγμή κρότος ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο και μετά από λίγα δευτερόλεπτα μια πόρτα κοπάνησε στον τοίχο. Σαν να σείστηκε ο Πύργος ολόκληρος. Η Θεοφανώ πετάχτηκε από το κρεβάτι έτσι γυμνή και φόρεσε στα πρόχειρα την ρόμπα της. Ο Μάρκος ανασηκώθηκε.

Καθρέφτης. Where stories live. Discover now