Κεφάλαιο 24ο

1K 96 24
                                    

Έπαιρνε βαθιές ανάσες καθώς έστριβε το αυτοκίνητο στη γωνία. 《Μπορείς να ηρεμήσεις λίγο; Λες και πας να δώσεις κάνα διαγώνισμα στην νεοελληνική γλώσσα κάνεις!》τον κορόιδεψε ο αδερφός του. Ο Άρης ξεφύσηξε και έσφιξε τα χέρια του στο τιμόνι. Αναστέναξε σιγανά και τον κοίταξα. 《Άντε, ας βγάλουμε τις βαλίτσες από πίσω》είπα καθώς έβγαλα την ζώνη μου. Βγήκαμε έξω και ανοίξαμε το πορτ μπαγκάζ.

Τις τσουλήσαμε στον δρόμο και μπήκαμε μέσα. Βγάλαμε τα εισιτήριά μας και περιμέναμε στις καρέκλες που υπήρχαν. Το πόδι μου κουνιόταν νευρικά και είχα βάλει το πιγούνι μου μέσα στα χέρια μου. 《Μπορείς να ηρεμήσεις;》είπε χαλαρός ο Μάκης και τον αγριοκοίταξα. 《Με δουλεύεις; Ξέρεις πόσο καιρό έχω να πάω Αγγλία; Ωω θεέ μου.》είπα και πέρασα το χέρι νευρικά μέσα από τα μαλλιά μου. Ο αδερφός μου στριφογύρισε τα μάτια του και έριξε το κεφάλι του πίσω.

Μόλις ακούσαμε την πτήση μας, σηκωθήκαμε και πήγαμε για τον έλεγχο. Από την στιγμή που απογειωθήκαμε δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι τα αεροπλάνα. Προτιμώ τα πλοία, περισσότερο. 《Μάκη..Μάκη!》έλεγα σιγανά αλλά εκείνος απτόητος συνέχισε να κοιμάται. Τι μαλάκας θεέ μου. Μόλις ξυπνήσει θα του τα πω δυο λογάκια. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο, με κάτι να ασχοληθώ!

Έβγαλα το κινητό μου και το σύνδεσα με τα ακουστικά. Λίγη μουσική θα μου έκανε καλό, σωστά;; Το έβαλα και στην λειτουργία πτήσης και όλα εντάξει, σωστά;; Άκουγα κάτι έτσι παλιά ελληνικά που μου άρεσαν πλέον....ξαφνικά είδα την αεροσυνοδό να με πλησιάζει και να μου κάνει νόημα. Έβγαλα το ένα ακουστικό. 《Κύριε, ετοιμαστείτε. Προσγειωνόμαστε!》είπε με ευγένεια και έγνεψα καταφατικά. Μα, τόσο γρήγορα πέρασαν αυτές οι ώρες;! Καλά δεν ήταν και πολλές, αλλά και πάλι..!

Ξύπνησα το βόδι από δίπλα και κατεβήκαμε. Μόλις πατήσαμε το έδαφος πήρα μια βαθιά ανάσα καθώς ήμουν χαλαρός πλέον. 《Πάλι χέστηκες απάνω σου να φανταστώ》είπε χασμουριώντας. 《Ναι. Και σε ευχαριστώ για την υποστήριξη αδερφέ》είπα ειρωνικά και γέλασε. Πήραμε τις βαλίτσες και περπατήσαμε ώστε να βρούμε ταξί. Μπήκαμε μέσα και του είπαμε την διεύθυνση του ξενοδοχείου. Θα καθόμασταν εδώ για καμιά εβδομάδα. Ήταν καλό κι όλας να ξεσκάσω, αφού όλα εκεί πίσω μου την θύμιζαν..

《Εδώ είμαστε》ακούσαμε τον κύριο να μας λέει και τον πληρώσαμε...αφού τακτοποιηθήκαμε ο αδερφός μου έπεσε στο κρεβάτι του. 《Δεν θα κοιμηθείς;》με ρώτησε. Του είχα γυρισμένη την πλάτη μου, καθώς κοιτούσα από την μεγάλη τζαμαρία, κάτω τον κόσμο• τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους. Άφησα μια ανάσα να βγει από μέσα μου αργά. 《Με ρώτησες αν μπορώ;》του απάντησα αλλά δεν τον άκουσα να μιλάει ξανά. Ακούμπησα την παλάμη μου στο τζάμι και έκλεισα τα μάτια μου. 'Κάθε σκέψη ήταν για σένα, σαν φωτιά με άγγιζε...ζούσα έναν εφιάλτη που όλο με βασάνιζε...'

Ο Βυθός Των Ματιών Σου.Where stories live. Discover now