Κεφάλαιο 5ο

728 93 7
                                    

Ισμήνη

Ντριν. Ντριν. Ισμήνη το ξυπνητήρι, σκέφτηκα και άπλωσα το χέρι μου για να το απενεργοποιήσω. Σιχαινόμουν το πρωινό ξύπνημα και, πάνω από όλα, αυτό τον ενοχλητικό ήχο.

Ντριν. Ντριν. Καθώς,όμως, έβγαινα από το στάδιο εκείνο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συνειδητοποιούσα ότι αυτός ο ήχος δεν ήταν το ξυπνητήρι, αλλά το κινητό μου που χτυπούσε. Το πήρα στα χέρια μου και προσπάθησα με μεγάλη δυσκολία να ανοίξω τα μάτια μου. Σκατά. Η Άννα. Χαμήλωσα τον ήχο και το άφησα δίπλα, πάνω στο κομοδίνο μου. Έπειτα χώθηκα ξανά μέσα στα σκεπάσματα μου. Τι ήθελε τόσο πρωί; Έκλεισα τα μάτια μου ξανά και με το πείσμα δεκάχρονου προσπάθησα να κοιμηθώ.

Δέκα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν ακατόρθωτο. Μέσα στο μυαλό μου τριγυρνούσε η ερώτηση: Γιατί με πήρε η Άννα τηλέφωνο; Ειδικά μετά από όλα όσα είχαν συμβεί. Είχαμε να μιλήσουμε κοντά πέντε μήνες. Από εκείνη την ημέρα... Πάντα την είχα σαν αδερφή μου και μου έλλειπε τρομερά όλον αυτόν τον καιρό, αλλά είχα υποσχεθεί ότι δεν θα την έβαζα στην ζωή μου πάλι τόσο εύκολα.

Πέταξα από πάνω μου το πάπλωμα και σηκώθηκα όρθια. Οι πατούσες μου ακούμπησαν το παγωμένο πάτωμα και, σχεδόν τρέχοντας, μπήκα στο μπάνιο. Άνοιξα την βρύση της ντουζιέρας και, αφού βεβαιώθηκα ότι είχε καυτό νερό, ξεντύθηκα και χώθηκα μέσα.

Είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας από τότε που η ζωή μου είχε γίνει φυσιολογική. Ή μάλλον σχεδόν φυσιολογική. Από τότε που είχα βγει σε εκείνο το τσιπουράδικο και είχα γνωρίσει τον Τέλη και τους υπόλοιπους. Μέσα σε αυτόν τον μήνα είχαμε γίνει αχώριστοι. Βγαίναμε όλοι μαζί και περνούσαμε υπέροχα. Τουλάχιστον εγώ περνούσα υπέροχα. Ένα αγκάθι σε όλο αυτό ήταν η Θάλεια. Όσο και αν την συμπαθούσαν οι υπόλοιποι και όσο και αν προσπάθησα εκείνη την ημέρα στο σπίτι του Τέλη να την πλησιάσω, εκείνη παρέμενε η βασίλισσα του πάγου. Ανέκφραστη, με κοίταζε λες και της είχα καταστρέψει τον τέλειο κόσμο στον οποίο ζούσε. Πράγμα που δεν είχα κάνει γιατί ήξερα πως ήταν να καταστρέφω τον κόσμο κάποιου. Το είχα κάνει πολλές φορές πριν. Ήμουν αρκετά δημιουργική στο να το κάνω. Τέλος πάντων, όλα αυτά ήταν παρελθόν. Και, ακριβώς για αυτό τον λόγο, είχα αποφασίσει να την αγνοώ πλήρως.

Βγαίνοντας από την ντουζιέρα γέμισε όλο το μπάνιο και ο διάδρομος προς το δωμάτιο μου νερά. Το κινητό μου ακουγόταν κάτω από τα σκεπάσματα όπου το είχα πετάξει μετά την τέταρτη αναπάντητη της Άννας, να βαράει ακόμη. Σκατά. Κάτι συνέβαινε. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή στην σκέψη όλων εκείνων που είχα αφήσει πίσω. Ήθελα να μπορούσα να σηκώσω το τηλέφωνο και να την ρωτήσω τι στο καλό ήθελε. Αλλά δεν μπορούσα. Φοβόμουν. Έτσι, έκανα αυτό που ήξερα να κάνω από μικρή. Το αγνόησα. Ντύθηκα γρήγορα και ετοιμάστηκα για την σχολή.

Μπλεγμένες ΖωέςWhere stories live. Discover now