{4.}

559 79 31
                                    

Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ, να συγκρούεται διαρκώς πάνω σε μια ξύλινη επιφάνεια λόγω των συνεχών αναταράξεων. Ο καλπασμός ενός αλόγου ήχησε στα αυτιά μου κάνοντας με να ανοίξω έντρομη τα μάτια μου.

Βρισκόμουν μέσα σε μια άμαξα. Δεν ήταν δύσκολο να υποθέσω τον προορισμό της. Δεν είχα προλάβει να ζητήσω εξηγήσεις από τους γονείς μου και αυτοί με παρέδωσαν στους Ταργκάριαν σαν ένα κομμάτι κρέατος προς πώληση. Εξοργισμένη χτύπησα το κενό χώρο δίπλα μου, συνειδητοποιώντας μόνο τότε πως δεν βρισκόμουν μόνη μου στον στενό χώρο.

Το βλέμμα μου έπεσε στην φιγούρα ενός μαυροντημένου άντρα. Δεν περίμενα κάποιον άλλο στη θέση του. Σίγουρα θα είχαν βάλει κάποιον να προσέχει το απόκτημα τους. Στη σκέψη και μόνο μου ερχόταν η επιθυμία για εμετό αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου.

Μόλις παρατήρησε ότι είχα συνέλθει, τράβηξε το μικρό μπορντό κουρτινάμι που καλύπτε το κενό σημείο της άμαξας και έμεινε να κοιτάζει προσηλωμένος το εξωτερικό περιβάλλον.

Αυτή θα ήταν ίσως η μοναδική ευκαιρία μου για διαφυγή έτσι έπρεπε να την εκμεταλλευτώ. Με ορμή πλησίασα το χέρι μου στην μικρή πόρτα της άμαξας, που οδηγούσε στην ελευθερία μου, αλλά η άκρη ενός κρύου στιλέτου, που βρέθηκε αστραπιαία στο λαιμό μου, με εμπόδισε από το άνοιγμα της.

《Διόλου έξυπνη κίνηση》,ανέφερε ο άντρας απέναντι μου ανασηκώνοντας με την άκρη του στιλέτου το πηγούνι μου με αποτέλεσμα να βρεθώ αντιμέτωπη με τα γαλάζια μάτια του.

《Προτιμώ να πεθάνω παρά να συναναστρέφομαι καθημερινά με εσάς τους βαρβάρους》,αποκρίθηκα φτύνοντας της λέξεις στο πρόσωπο του.

Χαμογέλασε λοξά, χαράσοντας ένα μονοπάτι με την άκρη της λεπίδας από το πηγούνι μου έως το σημείο της κλείδας μου. Έπειτα την μετέφερε μέχρι το μέρος που υποθέτω βρισκόταν η καρδιά μου, πιέζοντας για κλάσματα του δευτερολέπτου εκεί. Ένας οξύς πόνος εμφανίστηκε απροειδοποίητα στο σημείο που ασκούσε πίεση, κάνοντας με να μετανιώσω για τα λόγια που είχα ξεστομίσει προ ολίγου.

《Πίστεψε με και εγώ το ίδιο θέλω》,ψέλλισε αναφερόμενος στον επικείμενο θάνατο μου.《Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να το κάνω μιας και πρόκειται να παντρευτείς τον διάδοχο της φυλής μου. Δεν επιθυμώ να πεθάνω》,συμπλήρωσε και στη συνέχεια απομάκρυνε το στιλέτο από πάνω μου.

Ανακούφιση με πλημμύρισε και πήρα μια βαθιά ανάσα. Είχα βρεθεί στο χείλος του θανάτου με δική μου πρωτοβουλία. Κάτι που αρχικά ήθελα αλλά μετά φοβήθηκα να γίνει. Ένιωθα ντροπή. Υποτίθεται έπρεπε να είμαι δυνατή για να ανταπεξέλθω στις συνθήκες που θα ακολουθούσαν αλλά σε αντίθεση, έδειξα δειλία. Όμως κανείς δεν με είχε προειδοποιήσει για αυτά που θα αντιμετώπιζα. Και κανείς δεν μπορούσε να το κάνει γιατί δεν γνωρίζαμε τίποτα για την φυλή Ταργκάριαν.

Οι Δυο Φυλές Where stories live. Discover now