XVIV

1.1K 90 16
                                    

My fake gay best friend ۵
𝙫𝙞𝙜𝙞𝙣𝙩𝙞 𝙦𝙪𝙞𝙣𝙦𝙪𝙚

Ένας χρόνος μετα

4:27. Ήταν 4:27.
Σηκώθηκα στον ύπνο μου ,ιδρωμένος  από ακόμα έναν εφιάλτη και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο .

Τα πόδια της ακούμπησαν απότομα στην αρχή το κρύο έδαφος και αναπήδησαν ελαφρώς από την επαφή. Τα άκουμπησε κάτω για δεύτερη φορά και ανασήκωσε το σώμα της από το τσαλακωμένο σεντόνι της. Το πάτωμα έτριζε σε κάθε βήμα της , αλλά ο ήχος δεν την άγγιζε. Ήχος ανατριχιαστικός που όμως διαπερνούσε μονάχα το δέρμα της σε σημείο που έδινε λίγο ζωή στην νεκρική ησυχία του δωματιού. Δεν ήταν όμως αρκετά δυνατός για να καλύψει τις φωνές στο κεφάλι της. Αυτές ποτέ δεν σωπάνε. Καποίες φορές αυτό δεν ήταν κακό. Καποίες φορές ήταν οι μόνες που της κρατούσαν συντροφιά ακόμα και αν την πλήγωναν. Άλλωστε σκεφτόταν πως δεν διέφεραν πολύ με αυτές που είχε συνηθίσει να άκουει έξω από τις σκέψεις της. Και αυτές το ίδιο ήταν. Ψεύτικες υποσχέσεις, πικρά γλυκόλογα , λόγια που λέγονταν για να ειποθούν από άτομα που υπήρχαν για να υπάρξουν . Η μόνη διαφορά , αυτές οι φωνές δεν την εγκατέλειψαν , έμειναν μαζί της . Δεν αναζήτησαν την έξοδο από την ζωη της οταν την βαρέθηκαν. Ξαφνικά σταματάει απότομα. Ξαφνικά για μια ακόμα φορά οι φωνές μέσα στο κεφάλι της φώναξαν ,βασικά δεν ήταν φωνές. Τις ένιωθε σαν χτυπήματα. Χτυπήματα που τις άφηναν σημάδια στην ψυχή. Τατουάζ. Άμα μπορούσε κάποιος να ακουσει τι φώναζαν θα ένιωθε τα χτυπηματα. "έφυγαν" , "τους έχασες" , "σε εγκατέλειψαν" , "τα κατάφερες παλι" και ενδιάμεσα θα άκουγαν και ένα πικρό γέλιο και μετά παλι χτυπήματα. "Τι νόμιζες;" "πες μου πως νόμιζες πως θα τους κρατήσεις δίπλα σου" "πότε θα μάθεις επιτέλους;" "ποτε θα καταλάβεις πως όλοι φεύγουν και πως θα συνεχίσουν να φεύγουν; " "πότε θα καταλάβεις πως δεν μπόρεις να έχεις κανέναν δίπλα σου;" Και μετά σιωπή. Απότομη σιωπή. Σιωπή που την αισθάνεσαι σαν μαχαίρι που έμεινε μέσα στο χιλιο πληγωμένο σώμα σου μετά από μια ατέλειωτη μαχη. Σιώπη που δεν ξέρεις αμα πρέπει να την διαταράξεις ή όχι, μαχαίρι που δεν ξέρεις άμα πρέπει να τραβήξεις. Γιατί ξέρεις, πως άμα το αφαιρέσεις είναι σαν να αφαιρείς ότι κρατάει μέσα σου τον πόνο σου. Και αυτή το έχει μάθει πλέον. Για αυτό και το αφήνει μέσα της. Και ξεκινάει να περπατάει ξανά. Αυτό το βράδυ περνάει πιο αργά απο ποτέ. Αλλα είχε συνηθήσει τα ατέλειωτα βράδια και τις νεκρές μέρες. Περπατούσε. Το κάθε βήμα της , είχε το προσωπικό του αντιλαλλο. Οι διάδρομοι ήταν σκοτεινοί και το μόνο φως που υπήρχε ήταν αυτό που ξεπρόβαλε κάτω απο τις πόρτες των δωματίων γύρω της. Έφτασε στο μπάνιο. Ακούμπησε με δισταγμό το χερι της στο ξεχαρβαλομένο μπρούτζινο χερούλι της πόρτας. Ήταν αλήθεια ειρωνικό. Οι δικοί της , άμα μπορούσε δηλαδή να τους ονομάσει δικούς της, πλήρωναν τόσα χρήματα για αυτο το μερος και όμως ήταν χειρότερο από καθε άλλο που έχει ζήσει. Μπορεί να έφταιγε η κυρία που τους έδωσε το διαφημιστικό και τα γεμάτα φρούδες ελπίδες για γρήγορη ανάρωση λόγια που τους πρόσφερε μαζί με το τσάι τους εκείνο το απόγευμα που επισκεύτηκαν το γραφείο της. Μπορεί να εφταίγε και η ψυχολόγος της. Μπορεί να εφταίγε η ανικανοτητά της να την βοηθήσει. Ή μπορει να εφταίγε και η ανεπυθιμια της ίδιας να βοηθηθεί. Μπορεί να φταίει που δεν την βοήθησε εκείνος όταν τον χρειαστήκε στο πλευρό της εναντίον των γονιών της , εναντίων του κόσμου που είχαν πει πως θα αντιμετωπίσουν μαζί. Κούνησε το κεφάλι της άτσαλα, ελπίζοντας πως έτσι θα βάλει τις σκέψεις της στην θέση τους. Ή ελπίζοντας πως θα χτυπήσει τις φωνές στο κεφάλι της που άρχισαν να ηχούν πάλι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να αντικρίσει ξάνα αυτό που άπεχθανοταν τόσο πολύ. Βλέπεις υπήρχε ένας καθρέπτης ακριβώς μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας. Αυτό το γυαλί που σου δείχνει αυτό που δεν θέλεις να δεις. Έβαλε όσο περισσότερη δυναμη είχε και πίεσε το χερούλι ,σπρώχνοντας ελαφρώς την πόρτα προς τα μέσα. Κοίταξε τα ραγισμένα πλακάκια στο πάτωμα μην θέλοντας να αντικρίσει την όψη της στον καθρέπτη. Μια σειρά από σπασμένα μπεζ πλακάκια την οδήγησαν μπροστά στον ραγισμένο επίσης νυπτηρα . Όλα σε αυτό το μέρος ήταν σπασμένα και ραγισμένα σαν τα άτομα που τα χρησιμοποιούσαν. Η βρύση έσταζε και οι σταγόνες χτυπούσαν με ρυθμό τις ρογμες της πορσελανης . Σήκωσε αργά το κεφάλι της μέχρι που τα μάτια της έπεσαν επάνω στα όμοια τους. Κόκκινα ματιά, δυσταλμένες κόρες, μαλλιά μπλεγμένα αγκάλιαζαν το πρόσωπο της ,κολλημένα από τον ιδρώτα του εφιάλτη της. Σχηματισμένα ρυάκια στα μάγουλα της αχνοφένονταν σαν δείγματα ξεχασμένα από τους χύμαρους των δακρύων της. Το δέρμα της ήταν άσπρο , ειρωνικό αλλά ήταν πιο άσπρο από την πορσελάνη του νυπτήρα και όμως κάτω από τα μάτια της σχηματίζοταν ένα μαύρο πεπλο που δηλώνε τις ατελείωτες νύχτες που δεν έκλεισε μάτι. Γιατί όταν έκλεινε τα μάτια της άνοιγε την πόρτα στους εφιάλτες της. Το νυχτικο της φαινόταν πολύ μεγάλο επάνω της μα ήξερε πως αυτό είχε να κάνει με την άρνηση της για οποιαδήποτε τροφή της δινονταν. Πέρασαν λίγα λεπτά που κοίταζε τα μάτια της στον καθρέπτη. Μετά έσκυψε. Και τράβηξε από κάτω από τον νυπτηρα ένα σκαμπό. Το έφερε κοντά στον καθρέπτη. Με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει, σηκώθηκε επάνω στο σκαμπό και είδε την όψη του σώματος της αυτή την φορά στον καθρέπτη. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα που απλά σκεφτόταν. Σκεφτόταν την ημέρα που η ζωή της θα αποκτούσε λίγο ακόμα νόημα ή έτσι τουλάχιστον πίστευε. Ένα τεράστιο σημάδι αγκάλιαζε πλέον την κοιλιά της χαμηλά. Τα χέρια της έτρεμαν τώρα. Πλησιαζαν αργά αργά το σημάδι. Και το άγγιξαν. Τα χέρια της άγγιξαν την κοιλιά της με περισσότερη φροντίδα από ότι έχει αγγίξει όλο της το σώμα αυτό τον χρόνο που πέρασε. Πέρασε ένας χρόνος. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο της . Αλλά ένιωσε τα δάκρυα της να ρεουν λίγο λίγο στα μάγουλα της και μετά να χτυπάνε στην πορσελανη . Για λίγο εξαιτίας τους χάθηκε ο ρυθμός της βρύσης και φαίνεται ήταν τα μόνα που προκαλουσαν τον ελάχιστο ήχο. Τα χείλια της τρεμαν επίσης. Ένα τραγικό χαμόγελο άρχισε να εμφανίζεται στο πρόσωπο της. Δεν ήταν χαμόγελο ευτυχίας. Ήταν ένα χαμόγελο πόνου, ένα χαμόγελο που έδειχνε την εξάντληση της , ένα χαμόγελο που αντικατεστησε το αληθινό που θα μπορούσε να έχει πριν ένα χρόνο τέτοια μέρα. Και ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος. Ήταν η φωνή της. Βραχνιασμενη,γεμάτη θλίψη και πόνο φωνουλα. Είχε να πει λέξη έναν ολόκληρο χρόνο. Και αποφάσισε να μιλήσει σήμερα. Λογικό. Πάει ένας χρόνος. Ένας χρόνος από τότε. Και τότε η λέξεις γλιστρησαν από τα χείλια της... "Χρόνια σου πολλά μωράκι μου. Η μανούλα σου σε αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ. Σήμερα θα γινόσουν ενός έτους. Θα είχες βγάλει αρκετά δοντακια για να έχεις το πιο όμορφο χαμόγελο που θα είχε δει η μανούλα στην ζωή της οταν θα εσβηνες τα κεράκια στην τούρτα σου. Και θα ήταν εκεί και ο μπαμπάς και η γιαγιά και ο παππούς. Και θα είμασταν όλοι στην αυλή του σπιτιού μας και θα γελουσαμε και θα ήταν όλα τέλεια. Θα έκανες τα πρώτα σου βηματακια και θα περπατουσες άτσαλα προς τον μπαμπά σου. Θα σε άκουγα να λες ασυναρτησιες και τυχαίους ήχους όταν ο μπαμπάς σου θα γελούσε και θα σε γαργαλούσε στον λαιμό. Θα με είχε στο άλλο χέρι αγκαλιά και θα χορεύαμε οι 3 μας μέχρι να βραδιασει. Μετά θα σε έπαιρνα αγκαλιά και θα σε νανουριζα μέχρι να κλείσεις τα ματάκια σου και θα καθόμουν επάνω από την κούνια σου, να βλέπω το σωματάκι σου να ανεβοκατεβαινει όταν αναπνεεις. Θα κοιτάω τις όμορφες μακριές βλεφαρίδες σου να ακουμπαν απαλά στα μάγουλα σου και θα χαιδευω ακόμα πιο απαλά τα μαλλάκια σου ελπίζοντας πως δεν θα σε ξυπνήσω. Και θα σε νανουριζω ακόμα και τότε. Τι έχω κάνει και δεν σε άξιζα μωράκι μου; Τι έκανα και με τιμωρησαν έτσι; Είχα μάθει τόσα τραγουδάκια για να είμαι έτοιμη να στα νανουρισω. Είχα αγοράσει τόσα ρουχαλάκια και είχαμε περάσει τόσες ώρες με τον μπαμπά σου φτιάχνοντας την κούνια σου. Τον είχα βάλει να βάψει το δωμάτιο σου 3 φορές γιατί δεν ήταν η σωστή απόχρωση αυτή που έβγαινε κάθε φορά. Είμασταν έτοιμοι . Είμασταν έτοιμοι να σε υποδεχτουμε. Ήμουν έτοιμη να σε γίνω μαμα. Ήμουν έτοιμη να γίνω η μανούλα σου. Ήμουν έτοιμη να ακούσω το κλάμα σου .Ήμουν έτοιμη να σε πάρω αγκαλιά. Ήμουν έτοιμη να ακούσω το συγχαρητήρια, να σας ζήσει. Ήμουν έτοιμη να νιώσω το χεράκι σου να αγκαλιάζει το δάχτυλο μου . Ήμουν έτοιμη να σχεδιάσω τον μέλλον μας. Ήμουν έτοιμη να σε ακούσω να με λες μαμά. Ήμουν έτοιμη να σε δω να μπουσουλας και μετά να περπατάς. Ήμουν έτοιμη για την πρώτη μέρα σου στο σχολείο. Ήμουν έτοιμη για όταν θα πας να σπουδασεις. Ήμουν έτοιμη για το πρώτο σου κλάμα, το πρώτο σου χωρισμό, τον γάμο σου , το πρώτο εγγονακι μου . Ήμουν έτοιμη να ζήσω μαζί σου την ζωή που μόνο μαζί σου θα ζούσα. Δεν άκουσα ποτέ το κλάμα σου. Δεν σε πήρα ποτέ αγκαλιά. Δεν άκουσα ποτέ το συγχαρητήρια ,να σας ζήσει. Δεν έζησα τίποτα από όσα ονειρευτηκα μαζί σου. Γιατί μωράκι μου έφυγες τόσο νωρίς; Στο υπόσχομαι θα σε αγαπουσα όσο κάνεις άλλος. Στο υπόσχομαι πως θα προσπαθούσα να είμαι η καλύτερη μαμά που υπήρξε. Θα ήμουν άλλωστε η μαμά σου και δεν θα χρειαζόμουν τίποτα άλλο στην ζωή μου . Θα ήμουν η μαμά σου . Συγγνώμη αγάπη μου. Συγγνώμη που απετυχα ακομα και σε αυτό. Συγγνώμη. Χρόνια πολλά μωράκι μου. " Και μετά σιωπή. Απότομη σιωπή. Και μετά το χαμόγελο έσβησε. Άφησε το τσαλακωμένο και βρεγμένο ύφασμα της νυχτικιας της και σκεφτόταν. Κατέβηκε από το σκαμπό. Κάθισε κάτω και αγκαλιασε τα πόδια της. Και έκλαψε. Ξαπλωσε κάτω και απλά κοιτούσε. Άσπροι διάδρομοί, βλέματα λύπησης , δάκρυα , όλα θα πάνε καλά, τιποτα δεν πηγε καλα. Και κάπως έτσι χάθηκε στις σκέψεις της. Μέχρι που το φως από το παράθυρο επάνω από το κεφάλι της αρχισε να καλύπτει τα πόδια της σαν την πιο ζέστη κουβέρτα που την ειχε σκεπάσει εδώ και καιρό. Και σιγά σιγά έκλεισε τα μάτια της , γιατί είχε πλέον κάτι να ονειρεύεται και άλλωστε το φως που την κάλυπτε ήταν αρκετό για να διώξει τους εφιάλτες της ,μέχρι το επόμενο βράδυ...

Πάει ένας χρόνος από όταν χάσαμε  το νόημα της ζωής μας Πάει καιρός από όταν έζησε τελευταία φορά.

Πηγαίνοντας στο δωματιο βλέπω τη μικρή Στέλλα να καθεται στο κρεβάτι

" Βρε ζιζάνιο γιατί δεν κοιμάσαι " της λέω και τη παίρνω στην αγκαλιά μου

" Να κοιμηθώ εδώ μπαμπά ειδα τη μαμα στο ονειρο μου " λέει και αμέσως την αγκαλιάζω ξαπλώνοντας μαζί

" Σε αγαπαω πολύ μπαμπά " λέει και της φιλάω το μάγουλο ενώ αποκοιμιομαστε αγκαλίτσα

☾ ☾

💫&🖊
❤️

My Fake Gay Best Friend/ Wattys2019BCWhere stories live. Discover now