Κεφάλαιο 13ο

58 13 0
                                    

Πρώτος έφτασε ο Ντέιμον. Όπως το περίμενα...

«Πως και είσαι στην ώρα σου;» ρώτησα πονηρά «Δεν με έχεις συνηθίσει σε τέτοια...» του χαμογέλασα.

Ανασήκωσε τους ώμους με ένα χαμόγελο στα χείλη. «Σε κακομαθαίνω» απάντησε καθώς έβγαζε το δερμάτινο τζάκετ του. Σωριάστηκε στον καναπέ, άφησε το κεφάλι του να γείρει πίσω και ξαφνικά όλη η κούραση και η ταραχή φαινόταν στα μάτια του...

Έκατσα ήσυχα δίπλα του. Ανασκουμπώθηκε. Με τον κορμό του να στέκει προς το μέρος μου τώρα, ένιωθα μικροσκοπική μπροστά στην σκιά του. Με κοίταξε για λίγο. Άπλωσε το χέρι του και τα ακροδάχτυλα του χάιδεψαν το πρόσωπό μου. «Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα, λυκάκι. Δε χρειάζεται να αναλάβεις τίποτα.»

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Ρόζαλι. Δεν χρειάζεται. Θα σε πάρω μακριά από εδώ. Θα πάμε κάπου δε θα μας βρουν. Θα σε πάω ακόμη και στα Φίτζι! Πάντα ήθελες να πας, τόσα χρόνια μουρμουρίζεις. Δε θα μας ανακαλύψει κανείς, τα έχω σκεφτεί όλα!» είπε με ενθουσιασμό. Στην φωνή του κρυβόταν η ελπίδα πως θα δεχόμουν. Χαμογέλασα γλυκά.

Είχε δίκιο. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου μουρμούριζα ότι θέλω να πάω. Και θα το έκανα μαζί του αυτό το ταξίδι. Όμως όχι τώρα.

«Το ξέρεις ότι δε μπορώ να το κάνω αυτό, Ντέιμον. Δε μπορώ να ζω μια ζωή μέσα στο φόβο πως θα με ανακαλύψουν...» μουρμούρισα καθώς σηκωνόμουν από τη θέση μου.

«Όχι, Ρόουζ!» σηκώθηκε βιαστικά από τον καναπέ. «Το ξέρεις ότι μπορούμε να το καταφέρουμε. Απλά θέλεις να παλέψεις. Σε ξέρω. Αυτά τα λόγια που είπες στην μητέρα μου... το βλέμμα σου. Εμένα δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις, το γνωρίζεις ήδη αυτό.»

«Ντέιμον... απλά μην το κάνεις πιο δύσκολο. Μπες στη θέση μου!» τον παρακάλεσα.

«Δεν μπορείς να το κάνεις μόνη. Κι εγώ δε θα σε βοηθήσω να σκοτωθείς!» πέταξε νευριασμένα και άνοιξε την πόρτα για να φύγει.

Ένας αργοπορημένος Τζάκσον εμφανίστηκε μπρος την πόρτα. Φαινόταν ότι βρισκόταν εκεί πολύ ώρα.

«Οι αγέλες θα βοηθήσουν» απάντησε ήρεμα. «Εγώ θα βοηθήσω...» συμπλήρωσε.

Ο Ντέιμον του έριξε μια άγρια ματιά.

«Είσαι με τα καλά σου;» τον ρώτησε έξαλλος. «Θα σκοτωθεί εκεί πέρα και ούτε που θα το πάρεις χαμπάρι, κουταβάκι.»

«Χαλάρωσε, βδέλλα, γιατί δε θα τελειώσει όμορφα η συζητησούλα μας» γρύλισε ο Τζαξ.

«Τέλος!» φώναξα καθώς μπήκα στη μέση. «Μπείτε μέσα και οι δύο και ακούστε προσεχτικά!» διέταξα.

«Δεν φεύγω, δεν το σκάω. Και δεν ακούω κουβέντα!» κοίταξα τον Ντέιμον που ήταν έτοιμος να μιλήσει. «Έχω ένα σχέδιο. Αλλά πρέπει πρώτα να τους βγάλουμε από την κρυψώνα τους. Είστε μαζί μου;» ρώτησα επιτακτικά.

«Ξέρεις την απάντηση.» Ο Τζαξ με κοίταξε με σιγουριά. Βασιζόμουν πάνω του.

«Ντέιμον;» ψέλλισα αποκαρδιωτικά. «Δεν μπορώ να το κάνω χωρίς εσένα.» κλαψούρισα.

«Μην μου το κάνεις αυτό, Ρόουζ...» παρακάλεσε. «Ξέρεις ότι μπορώ να σε προστατέψω. Σε εκλιπαρώ!»

«Εγώ σε εκλιπαρώ, Ντέιμον!» απάντησα σκληρά. «Ξέρεις ότι δε θα τα παρατήσω. Ξέρεις ότι δε θα μείνω άπραγη. Όπως επίσης ξέρεις ότι δε θα σε αφήσω βορρά στα χέρια τους για να σωθώ εγώ.»

Με κοίταξε με απογοήτευση.

«Νίκησες» είπε, δεχόμενος την ήττα του. Δε θα μου άλλαζε γνώμη.

«Τέλεια!» έτρεξα στην αγκαλιά του. Από την βιασύνη μου δεν υπολόγισα την δύναμή μου και ξαφνικά βρεθήκαμε στο πάτωμα.

Τα πρόσωπά μας απείχαν μόνο μερικά χιλιοστά. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον στα μάτια και τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Κι εμείς μέναμε στο πάτωμα...

Άπλωσε το χέρι του και πέρασε μία τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και άφησε ελεύθερη μια ανάσα που δεν είχα καταλάβει πως κρατούσε.

Μόλις τα άνοιξε ξανά, με βοήθησε να σηκωθώ.

Ο Τζάκσον μας κοιτούσε σαν να καταλάβαινε. Σαν να βρισκόταν στο μυαλό μου.

«Λοιπόν» είπα καθαρίζοντας τον λαιμό μου. «Πρέπει να μαζέψουμε τους συμμάχους μας. Να οργανώσουμε τις αγέλες και...» κοίταξα τον Τζαξ. «Χρειάζομαι προπόνηση.» χαμογέλασα αθώα. Του έδινα παραπάνω δουλειά.

«Αυτονόητο» απάντησε γλυκά. «Κι εσύ χρειάζεσαι, βδέλλα» είπε στον Ντέιμον. «Είσαι καινούριος με όλα αυτά. Υποθέτω όμως πως αυτό θα το κανονίσει η Λίζι...» ανασήκωσε τους ώμους του.

Ο Ντέιμον τον κοίταξε εχθρικά, όμως είδε την έκφραση του προσώπου μου και αρκέστηκε στα κοιτάγματα. Έπρεπε να συμφιλιωθούν αυτοί οι δύο...

«Ας αρχίσει το παιχνίδι...» είπε πονηρά, με ένα μειδίαμα να στολίζει το πρόσωπο του.

Ο Ντέιμον που ήξερα είχε βγει ξανά στην επιφάνεια...

Moon vs. Ice |The Epic Battle|Where stories live. Discover now