Ο θάνατος ή μήπως όχι ?

321 20 2
                                    

« Μανταμ Λεστρεινσ θα θέλατε ενα ρόφημα βαλεριάνας? Σας βλέπω κάπως εκνευρισμένη » είπε ο Μαρκ ( ο καλύτερος φιλος της Βικτόρια)  « Οχι» είπε απότομα η Μπέλατριξ και συνέχισε να πηγαίνει πάνω κάτω μέχρι την στιγμή που άκουσε την δρυινη πόρτα να κοπανάει με δύναμη. Ο πρώτος που μπήκε ήταν ο Ντράκο η Μπέλατριξ έτρεξε και αγκάλιασε τον ανιψιό της βεβαιώθηκε πως ηταν Καλα και μετά κοίταξε την αδελφή της στα μάτια « ποιός είχε την τιμή να με σκοτώσει? » ρώτησε « η Μόλη Ουέσλι » ο Λούσιους αντί για την Ναρκύσσα που ήταν ακόμα λαχανιασμένη « τουλάχιστον πήγα απο χέρι καθαρόαιμης » ήταν η χαριστική βολή για την Ναρκύσσα έκανε κάτι που δεν φανταζόταν κανείς πως θα γινόταν σήκωσε το χέρι και το προσγείωσε με τετοια δύναμη στο μάγουλο της αδελφής της που την ανάγκασε να στηριχτεί στο μάρμαρο απο την διακόσμηση του τζακιού για να μην πέσει « για αυτές τις κώλο αντιλήψεις χάθηκαν τα πάντα ο Σείριος δεν ζει η Νυμφαδώρα δεν ζεί και άμα δεν ήμασταν τυχεροί σήμερα δεν θα ζούσες ούτε εσύ ούτε εγω ούτε ο Λούσιους αλλά ούτε και ο Ντράκο κατέστρεψες την συνέχεια των Μπλακ και λίγο ακόμα θα κατέστρεψες και την συνέχεια των Μαλφόι έλεος λογικέψου. Σε πληροφορώ πως απόψε η Ερμιόνη Γκρέιντζερ μια μαγκλογέννιτη κατάφερε να δαμάσει το ραβδί σου άρα σταμάτα κοίταξε να μεγαλώσεις την Ντελφίνη με διαφορετικές αντιλήψεις απο αυτές που μεγάλωσαν εμάς οι δικοί μας γιατί όταν μια μέρα ανακαλύψει πως ο πατέρας ήταν ημίαιμος θα σιχαθεί το αίμα που κυλάει στις φλέβες της και ήταν άδικο γιατί είμαι κάτι παραπάνω απο σίγουρη οτι θα γίνει μία εξωτερική μάγισσα » έπεσε στην αγκαλιά της αδελφής της και ξέσπασε σε έναν θρήνο που σπαραζε την καρδιά οποίου την άκουγε. Ηταν όλα αυτά που της είπε αλλά και αυτό το "ήταν" όταν αναφέρθηκε στον Βόλντεμορτ που την έκανε να καταλάβει ότι ηταν νεκρός. Εφυγε απο την αγκαλιά της Ναρκύσσα και έτρεξε προς τις σκάλες ανέβηκε στο δωμάτιο της Ντελφίνη τις χάιδεψε τα μαύρα μαλακιά της και έφυγε ξανά προς τα κάτω « έπιασε τον Λούσιους απο τα πέτα και του φώναξε « πες μου που τον έχουνε? » καμία απάντηση « είπε πές μου φώναξε τώρα σε τέτοιο επίπεδο που η φωνή της άγγιζε τα όρια της υστερίας « θα σε πάω έγω αλλά πρόσεχε πως θα αντιδράσεις για την ώρα πρέπει όλοι να σε νομίζουν για νεκρή ». Την πήγε σε ένα απομονωμένο κομάτι βαθιά στο απαγορευμένο δάσος « εδώ είναι » τις είπε και τις έδειξε το φρέσκο σκασμένο χώμα μπροστά τους « θέλω να μείνω λίγο μόνη μου... Σε παρακαλώ » είπε και ο Λούσιους αποχώρησε πιο πέρα για να τις αφήσει λίγο χρόνο με τον αντρα που αγάπησε την καταλάβαινε και αυτός δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή του χωρίς την Ναρκύσσα « εισαι δειλός » ψιθύρισε « είσαι δειλός»  φώναξε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς « με άφησες μόνη μου να μεγαλώσω την κόρη μας ήξερες οτι ήθελα ένα παιδί και ήξερες ότι είναι δικό σου. Ρο ήξερες και φαινόταν στον τρόπο που την κοίταζες και απο το ανχος που είχες στην γεννά μου. Την κοίταζες και τάχα μου αδιάφορα όταν αρρώστησε λίγες μέρες μετά την γέννηση της αλλά εγώ έβλεπα την ανησυχία στα μάτια σου για να μην μιλήσω για το ανχος σου στην γεννά είχες κλειστεί στο γραφείο και πήγαινες πάνω κάτω πάνω κάτω όταν πήγαν να με χάσουν και ήρθε η Ναρκύσσα που τα ήξερε όλα να σε ειδοποιήσει λίγο που δ ν την σκότωσες έτρεξες και μπούκαρες μέσα στο δωμάτιο μου έπιασες το χέρια και με το ραβδί σου μου έδωσες ένα άλλο είδος δύναμης και έφυγες τρέχοντας για να μην σε δώ και απίλυσες την Ναρκύσσα οτι έτσι και πεί κάτι θα δεί την ανατολή κάτω απο το χώμα. Σοβαρά τώρα πίστεψες ότι δεν θα μου το έλεγε ή μάλον να το θέσω αλλιώς νόμιζες ότι δεν το κατάλαβα? Πόσο ανόητος ήσουνα και πόσο δειλός στάθηκες τώρα που έπειτα απο αυτά με αφήνεις μόνη μου με ένα κοριτσάκι που για να μεγαλώσει χρειάζεται και τον πατέρα του » στο κλαδί στι δέντρο απο πάνω της εκρωξε μια κουκουβάγια πέταξε και στάθηκε στον όμο της « τι λές μικρούλα θα γίνεις η κουκουβάγια της Ντέλφη μου? » η κουκουβάγια εκλρψξε ξανά σαν να συμφωνούσε « Να ξέρεις Τομ θα κάνω τα πάντα για να γυρίσεις κοντά μου αλλά μόν αν είμαι σίγουρη ότι δεν θα πέραση η μαγική κοινότητα έναν πόλεμο ακόμα » σηκώθηκε και έφυγε έφτασαν στο σπίτι με την κουκουβάγια τη πήρε την έβαλε σε ενά κλουβί με φάει και νερό  έβαλε και αυτή το μαύρο νυχτικό της και έπεσε στο κρεβάτι σηκώθηκε δύο μέρες μετά απο εναν βαθύ και αναζωγωνιτικό ύπνο νε μυαλό ξεκάθαρο και έτοιμη να προχωρήσει.

                                                                      

Οκ τι ξέρω είμαι ασυγχώρητη αλλά ντάξει πιστεύω θα με συγχωρέσετε δεν έχω να πω κάτι συγκεκριμένο το μόνο που έχω να πω είμαι πως θα ανεβάσω σύντομα το άλλο κεφάλαιο και αυτή την φορά λεω αλήθεια

Φιλάκια  🙋🙋🙋🙋🙋🙋🙋🙋 💚

♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥

"Κι Ομως " - Voltrix - Harry Potter Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα