48

727 122 15
                                    

Όταν άνοιξε τα μάτια της η Κάζια αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν ο θάνατος. Μολυβένιο το ένιωθε το κορμί της μα μπορούσε και να ακούει τα πάντα που συνέβαιναν γύρω της. Μια περίεργη βουή που θύμιζε μακρινή βροντή έφτανε μέχρι τα αφτιά της κι έτσι, έκανε δυο πράγματα παράλληλα. Το ένα από αυτά ήταν να αρχίσει σιγά- σιγά να μετακινεί λίγο τα χέρια της που τα ένιωθε άκαμπτα. Το άλλο ήταν να συγκεντρωθεί στον ήχο αυτό που της έφερε στο νου κάτι από το παρελθόν, κάτι που είχε πάνω από είκοσι χρόνια να το ακούσει μα τι ήταν; Τι ήταν;

Πόλεμος, γινόταν πόλεμος... Και η Σάρτζα έπεφτε... Πού ήταν η Κάζια; Δεν είχε πάρει το δρόμο για τους νεκρούς;

Όχι όχι, ζούσε, ακόμη, ο σουλτάνος δεν την είχε σκοτώσει τελικά... Μόνο υπνωτικό της είχε βάλει στο ποτό με το περγαμόντο... Της είχε χαρίσει τη ζωή...

Πετάχτηκε όρθια αλλά τρέκλισε από τη ζαλάδα που της έφερε αυτή της η απότομη κίνηση. Οι άνδρες στο μεταξύ φώναζαν από μακριά, ναι στρατιώτες ήταν... Πού να βρίσκονταν; Μέσα στο παλάτι;

Άρχισε να κοπανάει τα κάγκελα με όση δύναμη είχε, ευτυχώς την ανακτούσε. Στην αρχή δεν της απάντησε κανείς όμως μετά θυμήθηκε πως ακριβώς από δίπλα είχαν κλειδώσει τη σάνζελ, κι έτσι η Κάζια άρχισε να τη φωνάζει κι αυτή δυνατά και στριγκά. Το κορίτσι πάντως δεν της έδινε καμιά απάντηση, κι αυτό επίσης από μόνο του ήταν ανησυχητικό σημάδι. Μήπως την είχε πάρει ο σουλτάνος για να την εκτελέσει; Αχ έπρεπε να βγει από εκεί, έπρεπε να τρέξει και να του ζητήσει χάρη και για τη μικρή, αφού φάνηκε μια φορά σπλαχνικός γιατί να μη φαινόταν και δεύτερη;

Την ώρα που κατάλαβε πως η δεξιά της γροθιά είχε ματώσει από τα τόσα χτυπήματα, άνοιξε τελικά η πόρτα. Ένας άνδρας κάθιδρος μα χαμογελαστός αν και σοβαρά ανήσυχος όπως της φανέρωναν τα μάτια του, κρατούσε μια αρμαθιά κλειδιά στα χέρια.

-Είσαι ελεύθερη, Κάζια.

-Καρίμ, Καρίμ...

Ούτε κατάλαβε πως τον αγκάλιασε η γυναίκα, κι εκείνος αντί να της αντισταθεί της ανταπέδωσε το αγκάλιασμα αφού δεν τους έβλεπε κανείς.

-Πού είναι η σάνζελ; Τι συμβαίνει στο παλάτι;

Η Κάζια απομακρύνθηκε και βιάστηκε να δέσει τον καινούριο φερετζέ που της έδωσε εκείνος. Είδε πάλι μια σκιά να περνάει από το βλέμμα του.

-Κάποιος την πήρε κάζια. Εσύ κοιμόσουν βαθιά όταν ήρθε ο πρίγκιπας Τζελίλ να την ελευθερώσει.

Το δάκρυ της ΣανζελDonde viven las historias. Descúbrelo ahora