51

778 135 18
                                    

Όταν άνοιξε τα μάτια της η Γιασμίνη κόντευε πια να σουρουπώσει. Δε μπορούσε να καταλάβει ούτε που βρισκόταν αλλά ούτε και τι αισθανόταν. Μουντοί ήχοι την έφταναν και είχε την αίσθηση πως κάποιος της κρατούσε το χέρι, ναι αλλά ποιος; Ξάφνου άρχισε να θυμάται όλα όσα είχαν γίνει προτού αποκοιμηθεί μέσα στη νυχτερινή παγωνιά. Θυμήθηκε το αίμα που είχε πυκνώσει, ακόμη και τις μισοφαγωμένες τους πίτες, θυμήθηκε τον Ομάρ να την κρατάει στην αγκαλιά του και να τη φιλάει, θυμήθηκε τα δικά της λυπητερά λόγια με τα οποία τον αποχαιρετούσε... Μα δεν ήταν νεκρή, όχι, δεν ήταν...

-θαρρώ πως ξύπνησε.

Μια βραχνή γυναικεία φωνή την έκανε να αρχίσει τις προσπάθειες να στρέψει το κεφάλι αλλά δεν κατάφερε τίποτα.

-Μην κουνιέσαι, γιασμίνη, δεν πρέπει. Σύντομα θα είσαι καλύτερα.

Αυτή τη φωνή την ήξερε, ανήκε στον αγαπημένο της ομάρ. Άρχισε να κουνάει τα χείλη της, κι αυτός την ανασήκωσε απαλά, βοηθώντας τη να πιει λίγο νερό από ένα τσίγκινο κύπελλο.

-Μην ανησυχείς για τίποτα, όλα τελείωσαν τώρα.

Την κράτησε πολύ προσεκτικά πάνω του, εξακολουθώντας να χαμογελάει, και της απομάκρυνε τα μαλλιά της από το πρόσωπο.

-Πού είμαστε, ομάρ; Δε μας κυνηγάνε;

Μόλις που ακούστηκαν οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα της.

-όχι, κανείς δεν ενδιαφέρεται για εμάς, σου είπα να μην ανησυχείς.

-Τι έγινε;

Η γυναίκα που είχε μιλήσει και λίγο νωρίτερα, τον ανάγκασε να κάνει στην άκρη και πήρε τη θέση του. Μετά, ξεκίνησε να ταίζει τη γιασμίνη μια σούπα πολύ θρεπτική αφού περιείχε ανάμεσα στα άλλα κι έναν δυναμωτικό ζωμό από κρέας.

-έλα κορίτσι μου να φας μια μπουκιά, θα είσαι καλύτερα ώρα με την ώρα.

Η Γιασμίνη άρχισε να καταπίνει το φαγητό με μεγάλη δυσκολία. Όλα γύριζαν στο δωμάτιο.

-Ποια είσαι κυρά μου;

-Ποτέ δεν ήμουν κυρά κορίτσι μου, εκτός αν εννοείς τούτου το χαμόσπιτου και του άνδρα μου, ζάρα με λένε πάντως. Ήσουν πολύ τυχερή που άκουσα τις φωνές του άνδρα σου.

Δαγκώθηκε καταλαβαίνοντας πως αυτοί οι δυο δεν είχαν παντρευτεί αλλά η Γιασμίνη μπόρεσε να γελάσει επιτέλους σιγανά.

-πες μου τι έγινε σε παρακαλώ...

-Άρχισες να χάνεις πολύ αίμα, κι ο Ομάρ από εδώ έβαλε τις φωνές τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξέκοψε από το καραβάνι κι όταν είδε το σπίτι μας, χτύπησε την πόρτα και μας ζήτησε βοήθεια, την οποία δε θα μπορούσαμε ποτέ να την αρνηθούμε. Έχω ξεγεννήσει πολλές κοπέλες, κι ήξερα τι έπρεπε να κάνω, άσε που έχω κι εγώ 4 παιδιά.

Το δάκρυ της ΣανζελWhere stories live. Discover now