Θάνατος στη μάγισσα..

39 5 5
                                    


Μεσαίωνας... η περίοδος του σκοταδισμού και των αμφισβητούμενων δεισιδαιμονιών.

«Πιάστε την, είναι μάγισσα». Οι φωνές έσκιζαν τη νύχτα.

«Στην πυρά, στην πυρά».

Οι φωνές έρχονταν από παντού τρυπώντας το μυαλό της. Ένιωθε περικυκλωμένη από παντού. Ένιωθε πως όδευε προς την τρέλα. Δεν άντεχε άλλο τις φωνές..

Ήταν τόσο άδικες οι κατηγορίες..

Έτρεχε με όλη της δύναμη.

Τη μια στιγμή βρισκόταν στη θαλπωρή του σπιτιού της, και την αμέσως επόμενη χωρικοί είχαν μαζευτεί έξω από το σπίτι της κρατώντας αναμμένους δαυλούς και ουρλιάζοντας «κάψτε τη μάγισσα με τα κόκκινα μαλλιά». Άξαφνα εμφανίστηκαν πάνοπλοι στρατιώτες του βασιλιά φορώντας τα σιδερόπλεκτα πουκάμισα που κουδούνιζαν δυσοίωνα. Μπούκαραν στο σπίτι σπάζοντας εύκολα τη ξύλινη πόρτα. Στο μεταξύ η Βάιολετ το είχε ήδη σκάσει από την πίσω πόρτα του σπιτιού που μόνο αυτή γνώριζε την ύπαρξη της. Είχε φροντίσει να την κρύψει από τα αδιάκριτα βλέμματα με βλάστηση. Το δάσος δεν ήταν μακριά. Χώθηκε μέσα σε αυτό. Και έτρεχε έτρεχε χωρίς να βλέπει που πηγαίνει. Ήταν νύχτα. Σκοτάδι. Όμως το δάσος το γνώριζε πολύ καλά. Ήξερε που κρύβονται τα βαθιά χαντάκια, που υπάρχουν γκρεμνοί και τρύπες που όποιος άτυχος έπεφτε πάει χανότανε για πάντα. Οι θάμνοι της έγδερναν τα πόδια και τα χαμηλά κλαδιά τη μαστίγωναν στο πρόσωπο. Όμως δε σταμάτησε στιγμή να τρέχει. Είχε την ατυχία φεύγοντας από το σπίτι της να πατήσει κάτι ξερόκλαδα και ο θόρυβος να την προδώσει.

«Από εκεί. Το σκάει» ούρλιαξαν οι χωρικοί και άρχισαν να τρέχουν ξοπίσω της. Τους ακολούθησαν και οι στρατιώτες.

Η καρδιά της κτυπούσε δυνατά. Τα πνευμόνια της άρχισαν να την πονάνε και η ανάσα της έβγαινε κοφτή. Ο ιδρώτας άρχισε να μουσκεύει τα ρούχα της. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Έστριψε σε ένα μονοπάτι ελπίζοντας πως θα την έχαναν όμως έκανε λάθος. Την ακολουθούσαν. Άκουγε τα βαριά βήματά τους και η γη σειόταν ελαφρώς.

Άρχισε να χάνει τις ελπίδες της πως θα τα καταφέρει. Σιγά σιγά άρχισε να κερδίζει έδαφος. Το ίδιο είχαν κουραστεί και οι διώχτες της. Το κατάλαβε και στάθηκε μια στάλα να πάρει μια ανάσα. Σήκωσε το χέρι της να ακουμπήσει στον χωμάτινο τοίχο που ήταν καλυμμένος με κισσούς και έχασε ελαφρώς την ισορροπία της γιατί στο συγκεκριμένο σημείο δεν υπήρχε τοίχος αλλά κενό. Αυτό δεν το γνώριζε! Το ανακάλυπτε τώρα εντελώς τυχαία. Χωρίς να χάνει καιρό τρύπωσε εκεί μέσα. Αν ήταν τυχερή δεν θα το γνώριζαν ούτε οι διώκτες της.

Κομμάτια ΟυρανούWhere stories live. Discover now