1

1.9K 195 9
                                    

Λουκάς

Ο ήλιος δεν έχει προφτάσει να δύσει ακόμα όταν κάνουμε μία γρήγορη στάση στον καταυλισμό, για να αφήσει η Κλειώ τις αναφορές των σημερινών θανάτων στην ανώτερή της ( και να ξεφορτωθεί το δρεπάνι της γιατί, μάλλον, δεν θα γίνει αποδεκτό από το dress code στο μαγαζί που θα πάμε ).

Οι δαίμονες ζούμε νομαδικά — μετακινούμαστε σε μεγάλες ομάδες και αλλάζουμε σπίτια αρκετά συχνά, για να μην καταφέρουν να μας εντοπίσουν άνθρωποι. Βέβαια, παίρνουμε πάντα τα μέτρα μας. Ο δικός μας καταυλισμός είναι στημένος λίγο πιο έξω από την κοντινότερη ανθρώπινη πόλη, καλά κρυμμένος μέσα σε ένα περίπλοκο, ακατοίκητο δάσος. Ακόμα κι αν τα ψηλά δέντρα και τα πυκνά κλαδιά καταφέρνουν να καλύψουν τα σπίτια μας από τον υπόλοιπο κόσμο αρκετά καλά, έχουμε φροντίσει κανένας θνητός να μην μπορεί να βρει την τοποθεσία μας. Λόγω μερικών ιδιαίτερα χρήσιμων ξορκιών, οποιοσδήποτε άνθρωπος προσπαθήσει να ψάξει για τον καταυλισμό μας, θα χαθεί βαθιά μέσα στο δάσος, και δεν θα βρει ποτέ το σωστό δρόμο για εμάς, ή την έξοδο.

Ναι, το ξέρω, ακούγεται πολύ τέλειο και κουλ όλο αυτό. Κι εγώ έτσι πίστευα. Μέχρι που γνώρισα τον Ορφέα. Αυτός ο τύπος μπορεί να κυκλοφορεί μέσα στο δάσος με την ίδια ευκολία που πηγαίνει από το δωμάτιό του στην τουαλέτα. Ευτυχώς, όμως, όλοι οι υπόλοιποι δαίμονες, εκτός από εμένα και την Κλεονίκη, τον τρομάζουν, οπότε δεν μας επισκέπτεται και πολύ συχνά στον καταυλισμό. Κάτι είναι κι αυτό.

«Τσέκαρε αυτό εδώ,» ακούω τη φωνή του Ορφέα από πίσω μου αλλά, πριν προλάβω να γυρίσω, έχει ήδη χώσει το γιγαντιαίο, λογικά πανάκριβο κινητό του μέσα στα μούτρα μου. Κοιτάζω την οθόνη κακόκεφα.

«Τι;»

«Είναι φωτογραφίες από το εστιατόριο που θα πάμε σήμερα,» εξηγεί ενθουσιασμένα, και έρχεται να κάτσει δίπλα μου πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Αρχίζει να σέρνει τον δείκτη του ενάντια στην οθόνη για να φανερώσει ακόμα περισσότερες φωτογραφίες του μαγαζιού, δείχνοντάς μου περήφανος την κάθε μία. «Δεν είναι τεράστιο; Φαντάσου πόσο κόσμο χωράει! Και έχουν και εγκαίνια σήμερα, άρα θα είναι πήχτρα! Καλό, ε;»

«Ναι, ό,τι πεις,» συμφωνώ βαριεστημένα, καθώς παίρνω μια βαθιά ανάσα. Θεέ μου, λατρεύω τον αέρα που αναδύει το δάσος μας.

Εγώ και ο Ορφέας στεκόμαστε κοντά στο αυτοκίνητο, λίγο πιο έξω από τον καταυλισμό, αλλά μέσα στην καρδιά του δάσους, περιμένοντας για την Κλειώ.

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now