A Dramione fanfiction. Only for Dramione fans.
After the war all the kids return to Hogwarts for the years they have left. That means that's the last year of The Golden Trio. Unexpected things starts to happen. What would these things be?
26/7/20: 1...
Ίσα που πρόλαβα να σηκωθώ από το κρεβάτι όταν άρχισε να καίγεται το σημάδι στο χέρι μου. Ο άθλιος πατέρας μου ήταν κοντά. Κοίταξα την Ερμιόνη και τότε το σημάδι των Θανατοφάγων έκπεμπε μια πράσινη λάμψη. Τελικά είναι πιο κοντά απ' ότι νόμιζα.
Έσκυψα και φίλησα την Ερμιόνη στο μέτωπο πριν εξαφανιστώ από το δωμάτιο.
«Να προσέχεις» μουρμούρισε καθώς χανόμουν μπροστά στα μάτια της.
Με αγαπάει. Μου το είπε. Μακάρι να μπορούσα να ξεκαθαρίσω τι νιώθω αλλά δεν έχει σημασία πλέον.
Τα πόδια μου πατούσαν το κρύο χώμα ενός δάσους αντί για αέρα. Γιατί να με φέρει εδώ; Το κρύο τρυπούσε το δέρμα μου σαν χιλιάδες βελόνες ενώ η όραση μου όλο και θόλωνε. Η φιγούρα του πατέρα μου είχε κάνει την εμφάνιση της. Φαινόταν χλωμός και κατάκοπος. Μόλις με είδε τα μάτια του έλαμψαν σα να είχε βρει κάτι ζωτικό για το σχέδιο τού.
«Πραγματικά, Ντράκο, δε περίμενα να φανείς τόσο ηλίθιος» με χλεύασε.
«Δε ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς» τα γερατειά του κάνουν κακό.
«Άφησες το πιο σημαντικό άτομο σου, σύμφωνα με εσένα, ολομόναχο. Θα ήταν κρίμα αν της συνέβαινε κάτι» είπε χαμογελώντας στραβά.
«Τι της έκανες;» του γρύλισα πιάνοντας τον, από τον γιακά του μανδύα του.
«Αν με σκοτώσεις δε θα μάθεις ποτέ»
Άφησα το σώμα μου να το παρασύρει ο άνεμος και μετά από λίγα δεύτερα ήμουν στο δωμάτιό μου. Εδώ που είχα αφήσει την Ερμιόνη. Μόνο που δεν βρισκόταν εδώ να με περιμένει. Είχε φύγει. Βασικά κάποιος την πήρε.
Ερμιόνης POV
Άκουγα εδώ και πολύ ώρα τον άνεμο να δέρνει το μικρό κτήριο που βρισκόμουν. Από την αφή και την ακοή πρέπει να βρισκόμουν σε κάποια σπηλιά. Αν δε μου είχαν κλείσει τα μάτια θα μπορούσα να δω ξεκάθαρα το νερό που άκουγα να τρέχει στα τοιχώματα της μάλλον σπηλιάς.
Όλα ήταν μια παγίδα για να με αφήσει μόνη μου ο Ντράκο. Τους έδωσε την ευκαιρία και το προβάδισμα που χρειαζόντουσαν για να με πάρουν μαζί τους. Δύο Θανατοφάγοι με κρατούσαν από τα χέρια και με οδηγούσαν στην έξοδο της σπηλιάς.
Ο κρύος αέρας χτύπησε το πρόσωπό μου αλύπητα. Προχωρούσα πάνω σε σκληρό έδαφος και νιφάδες χιονιού.