Εύκολο. Ένα απλό γύρισμα του πόμολου, χωρίς τσακωμούς και φασαρίες. Έτσι ήλπιζα ότι θα πάει το πρώτο κομμάτι της νύχτας, αυτό που θα έκανε μόνη μου. Η μητέρα θα κοιμόταν από νωρίς, πριν ακόμα ης απαγόρευση. Δεν θα με καταλάβαινε.
Όπως είπα, το ήλπιζα. Αυτό δεν σήμαινε ότι το είχα πιστέψει. Πάντα έβρισκε τρόπο να μου χαλάσει τα σχέδια. Αυτή την φορά ήταν η μαγειρική.
Συνήθως έκανε ένα φαγητό ανά δύο ή τρεις μέρες. Έφτανε για δύο άτομα. Αλλά σήμερα αποφάσισε να βράσει τη σούπα στις φλόγες, και μετά να ψήσει σε ό,τι απέμενε από αυτές. Είχε δέσει την παλάμη της με πανιά, για να μην πάθει έγκαυμα, και καθόταν να κοιτά τα σκουπίδια και τα ελάχιστα ξύλα, να γίνονται κόκκινα, και έπειτα σιγά σιγά γκρίζα στάχτη, άχρηστη για τα πάντα.
Έβγαλα από το ντουλάπι κάτω από το κρεβάτι μου, τα πιο σκούρα μαύρα ρούχα που μπορούσα να βρω. Δεν ήταν και κάτι δύσκολο, η ποικιλία στα χρώματα των ρούχων μας ήταν οι διάφορες αποχρώσεις του γκρι.
Λίγο πριν φύγω, κάθισα δίπλα στην μητέρα και άπλωσα το χέρι μου προς την φωτιά. Με σταμάτησε, αλλά της έριξα ένα βλέμμα δεν προσπαθώ να πάθω εγκαύματα δεν είμαι τόσο χαζή, και με άφησε. Γέμισα την χούφτα μου με στάχτη. Έπιασα το σπαθί που είχα αφήσει δίπλα μου, και άρχισα να το τρίβω, κάνοντας το χρώμα του ένα θαμπό μαύρο. Ήταν από τα πρώτα που είχα φτιάξει. Ένα λεπτό πόδι τραπεζιού, που χτυπήθηκε αρκετά ώστε να γίνει λεπτό, όμοιο με υλικό για πιάτα και ράφια. Όμως αργότερα, όταν η καταστροφή που προκάλεσε μια άμυαλη καθαρίστρια στην άλλη άκρη του τμήματος τράβηξε την προσοχή του επιτηρητή, ακονίστηκε στον τροχό για μαχαίρια και κρύφτηκε κάτω από ένα ράφι που η μεταλλουργός χρειαζόταν να πάρει σπίτι.
Ήταν όμορφο. Δεν είχε θήκη. Δεν είχε πετράδια και σκηνές κυνηγιού σμιλευμένες στην λαβή του. Δεν έμοιαζε με αυτά που οι πολεμίστριες και οι βασιλιάδες από τις ιστορίες της γιαγιάς Λούνα κρατούσαν. Όμως έκοβε. Αρκετά για να ακρωτηριάσει ένα πόδι ή ένα χέρι, αρκετά για να σκοτώσει. Το μόνο αρνητικό ήταν ότι όπως όλα τα μέταλλα, γυάλιζε. Η παραμικρή πηγή φωτός θα με αποκάλυπτε σε οποιονδήποτε μέρα μακριά. Οπότε η στάχτη, ήταν η καλύτερη κάλυψη.
«Τι το θες αυτό;» με ρώτησε η μητέρα. Έβλεπα ότι από την πρώτη μέρα που το έφερα σπίτι, προσπαθούσε να βρει το κουράγιο να μου κάνει αυτή την ερώτηση. Είχε κρατηθεί όταν το έκρυβα κάτω από το κρεβάτι. Είχε κρατηθεί όταν το έπιανα στα χέρια μου και το γύριζα γύρω γύρω, καταστρέφοντας μαξιλάρια που έβαζα όρθια στο κρεβάτι και ρούχα που κρεμούσα από το ταβάνι, σε μια προσπάθεια να συνηθίσω την χρήση του. Δεν φαινόταν πως θα το έβγαζα έξω άμεσα, έτσι κατάπινε τις ερωτήσεις της. Τώρα όμως, του εφάρμοζα ένα είδος καμουφλάζ. Θα έβγαινα έξω. Έπρεπε να ξέρει, τι θα το χρειαζόμουν.
«Ξέρεις πολύ καλά τι το θέλω» απάντησε ενώ κάλυπτα και την άκρη του, και το άφηνα πάλι πλάι μου.
«Θα βγεις σήμερα; Μετά την απαγόρευση, θα βγεις έξω;»
«Ναι μητέρα» απάντησα κοφτά «όσο κι αν αγαπάς τους κυβερνήτες, κάποιοι είμαστε ικανοί να δούμε την αλήθεια, και θα κάνουμε κάτι για αυτό»
Σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα. Θα έφευγα νωρίτερα, καλύτερα από το να μείνω εδώ, με κάποιον που ήταν ενάντια σε ό,τι πίστευα.
«Περίμενε» ζήτησε, και σηκώθηκε όρθια «έλα μαζί μου πρώτα»
Πήγε στην κρεβατοκάμαρά μας και την ακολούθησα. Την είδα να κατευθύνεται προς την βιτρίνα, ανάμεσα από τα κρεβάτια. Περίμενα να βγάλει κάποια παλιά ζωγραφιά, κάποιο ενθύμιο του αδελφού μου, ή κάτι τέτοιο. Οτιδήποτε που έκρινε ικανό να με μεταπείσει θα το χρησιμοποιούσε, λες και δεν το είχε ξανακάνει, λες και θα με έπιανε ξαφνικά ο συναισθηματισμός και θα παρατούσα το καθήκον. Αλλά δεν έκανε αυτό. Έπιασε το έπιπλο από τα πλάγια και το τράβηξε.
Δεν μπορεί να το έκανε αυτό. Είχαμε ακουμπήσει μαζί αυτήν την βιτρίνα στον τοίχο πριν από τρία χρόνια, και δεν την ξαναμετακινήσαμε. Δεν θα άντεχε να την βγάλει, και το ήξερα. Την έπιασα από τον ώμο.
«Μην το κάνεις» της είπα, και κάθε ίχνος αγριάδας είχε φύγει από την φωνή μου αυτή τη φορά «δεν θα με πείσεις ούτε με αυτό τον τρόπο, και δεν θέλω να δω τι θα κάνεις στον εαυτό σου στην προσπάθεια»
Με κοίταξε λυπημένα στα μάτια. Ήταν μια γυναίκα με αντίθετες απόψεις. Που είχε βολευτεί στην κατάσταση, είχε αποδεχτεί την καθημερινότητα και την ζωή που της είχε δοθεί. Δεν έψαχνε τίποτα καλύτερο, και προσπαθούσε φορές να μπει και εμπόδιο στην δική μου αναζήτηση. Για αυτό, υπήρχαν φορές που την απεχθανόμουν. Όμως υπήρχε κάτι που τίποτα από όλα αυτά δεν θα άλλαζε, μια παλιά πληγή κοινή. Και δεν θα την άφηνα να στρίψει το μαχαίρι που είχε καρφωθεί στο σώμα της.
«Δεν θέλω να σε πείσω για τίποτα. Απλά, πιστεύω ότι το χρειάζεσαι, και είμαι έτοιμη να στο δώσω»
Την άφησα και έγνεψα θετικά. Είχα πει ότι την σταμάτησα για το δικό της καλό. Όμως, τι θα γινόταν αν αυτή ήταν όντως έτοιμη, αλλά εγώ όχι; Αν αυτή άντεχε να βρεθεί μπροστά από πού τόσο καιρό είχαμε κρύψει, αλλά εγώ το προτιμούσα κρυμμένο πίσω από το έπιπλο;
Δεν μίλησα. Τράβηξε το έπιπλο. Στο πίσω του μέρος υπήρχε μια μεγάλη εσοχή, και από την οροφή αυτής της εσοχής, κρεμόταν ένας χιτώνας, πιο μαύρος από την ίδια την νύχτα. Ή μάλλον, Ο χιτώνας.
Ήταν αυτός που είχε φορέσει ο αδελφός μου την νύχτα της σύλληψής του. Την κόκκινη νύχτα, την είχαν αποκαλέσει. Πολλοί υπέρμαχοι της δικαιοσύνης, που ζητούσαν τα δικαιώματά τους, είχαν σκοτωθεί. Τον αδελφό μου τον είχαν πάρει στα κελιά, και επέστρεψαν το σώμα του μετά από λίγες μέρες. Περπατούσε, ανέπνεε, έτρωγε. Όμως δεν μιλούσε, δεν ξαναμίλησε ποτέ. Τα μάτια του ήταν μονίμως κενά, σαν να είχε αποστραγγιχτεί από μέσα τους κάθε συναίσθημα. Εκείνα τα υπόγεια, είχαν κάνει αδιόρθωτη ζημιά στο μυαλό και την ψυχή του. Σε σημείο, που τίποτα δεν έδειχνε να θυμάται, ούτε την μητέρα, ούτε την αδελφή του. Αλλά ταυτόχρονα, ούτε και να φοβάται τους αγνώστους που του μιλούσαν.
Έφυγε, και πήγε να ζήσει μόνος του στο πιο μικρό σπίτι που είχε βρεθεί. Δεν είχε κανένα νόημα να μένει μαζί μας. Ποτέ δεν θα επανερχόταν. Ήταν, πρακτικά, νεκρός. Άφησε τον χιτώνα εδώ. Κρυμμένο πίσω από το έπιπλο.
«Είσαι σίγουρη για αυτό;» την ρώτησα ενώ περνούσα τα χέρια μου από τα μανίκια. Μου έπεφτε φαρδύς, καθώς ο αδελφός μου είχε πολύ μεγαλύτερες πλάτες από εμένα, αλλά κατά τ' άλλα ένιωθα σαν να τον φορούσα μια ζωή.
«Ναι» μου αποκρίθηκε « αφού δεν μπορώ να σε αποτρέψω από το να ρισκάρεις τα πάντα, είναι χρέος μου να κάνω τον κίνδυνο όσο μικρότερο γίνεται»
Της χαμογέλασα και μου το ανταπέδωσε. Ίσως να την είχα παρεξηγήσει τα τελευταία χρόνια. Θα έπρεπε να είχα καταλάβει τον φόβο της για μένα. Είχε χάσει ένα παιδί σε αυτόν τον πόλεμο, και τώρα την ανάγκαζα να δει και το δεύτερο να περπατά στον ίδιο δρόμο. Είχε παλέψει να το αποτρέψει, αλλά τελικά φαίνεται να το αποδέχεται. Κάποια μέρα ίσως να τα βρίσκαμε εμείς οι δύο. Όμως προείχε κάτι πολύ πιο σημαντικό. Και έπρεπε να φύγω.
«Καληνύχτα. Τα λέμε αύριο»
YOU ARE READING
You can't stop me
RandomΤο έτος είναι 2124. Και πριν 104 χρόνια, ήρθε το τέλος του κόσμου. Όσοι επιβίωσαν, στοιβάχτηκαν σε μια σπηλιά, το μεγαλύτερο σπήλαιο του κόσμου. Τους είπαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, την αιώνια νύχτα που ερχόταν. Έτσι, το ανθρώπινο γένο...