Κεφάλαιο 1

48 12 2
                                    

Τα δάχτυλά μου άγγιξαν τα παγωμένα νερά της λίμνης όσο παρακολουθούσα τα ανθισμένα νούφαρα να παρασέρνονται απαλά από αυτά. Ήταν από τα πιο όμορφα δειλινά που είχα δει, με το φως του ήλιου να παίζει σαν μικρό παιδί πίσω από τα λευκά σύννεφα και να δημιουργεί απίστευτα χρώματα που απλώνονταν στους ορίζοντες σαν μετάξι. Δεν μπόρεσα να κρύψω την χαρά μου, ούτε να σταματήσω τον εαυτό μου από το να χαμογελάσει. Οι θεοί μονάχα ήξεραν πότε θα είχα την ελευθερία να απολαύσω ένα από τα καθημερινά θαύματα της φύσης ξανά.
«Γου Σι!» η φωνή του μεγαλύτερου αδερφού έφτασε στα αυτιά μου και κατάφερε να με αποσπάσει.
«Αδερφέ Ντάε» υποκλίθηκα όπως άρμοζε. Δεν ήταν μονάχα μεγαλύτερος σε ηλικία αλλά και σε θέση μέσα στην Σχολή. Ήταν ο Δεύτερος Μαθητευόμενος, ο καλύτερος μετά τον ίδιο τον Δάσκαλο. Ο σεβασμός προς το πρόσωπό του ήταν αυτονόητος.
«Ήρθε η ώρα. Οι βάρκες θα ξεκινήσουν, πρέπει να φύγουμε». Εξήγησε γρήγορα και με μια ανάσα.
Αναστέναξα, ρίχνοντας το βλέμμα στον ήλιο που αργά – αργά αποχωρούσε από το βασίλειο του. «Το γνωρίζω, αδερφέ. Απλά ήθελα για μια στιγμή».
«Τα δειλινά δεν χάνονται από τον κόσμο, Γου Σι. Μήτε έχει έρθει ο καιρός που τα μάτια σου θα κλείσουν. Μα αυτή η αποστολή είναι ύψιστης σημασίας και πρέπει να είμαστε στην ώρα μας».
Τσουχτερός αέρας φύσηξε και παρέσυρε μερικά από τα νούφαρα που ναζιάρικα αφέθηκαν στον χορό. Δεν άντεξα και έριξα όλη μου τη προσοχή σε εκείνη τη λίμνη. Ναι, γνώριζα την αποστολή για την οποία είχαμε κληθεί στην Περιφέρεια Γουνάν. Μας είχαν ενημερώσει για τις εξαφανίσεις μοναχών, πολιτών που είχαν πληθύνει τα τελευταία χρόνια. Ρόλος μας ήταν να δράσουμε εκεί που οι απλοί εξορκισμοί δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα. Σκοπός μας δεν ήταν ο εξαγνισμός του πλάσματος και ο εξορκισμός του δαίμονα, αλλά η εξόντωση του. Δεν στοχεύαμε να σώσουμε τις ψυχές, αλλά να γλυτώσουμε τους ανθρώπους από το κακό, όποιο κι αν ήταν αυτό. Μόνο που τώρα δεν ξέραμε τι είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Βαδίζαμε μόνο με βάση μύθους και θρύλους των παλιών, με ιστορίες για να τρομάζουν τα μικρά παιδιά.
«Πες μου τι σκέφτεσαι, Γου Σι. Τι είναι αυτό που σε προβληματίζει;» ο Ντάε από την άλλη μπορούσε πολύ εύκολα να διατηρήσει την ψυχραιμία του, ίσως και για αυτό να κατείχε την θέση που του είχαν προσφέρει.
«Αναρωτιέμαι αν όντως είμαστε ανόητα πλάσματα. Δημιουργηθήκαμε από τους θεούς αλλά δεν μας έδωσαν το ψωμί της αθανασίας. Μας πρόσφεραν τη ζωή και τον θάνατο, δώρα για να μπορούμε να καταλάβουμε την αξία του χρόνου και της στιγμής. Μα εμείς όλο τρέχουμε. Τρέχουμε και αφήνουμε πίσω μας όσα θα μπορούσαμε να απολαύσουμε έστω για μια στιγμή. Από το άνθισμα ενός μπουμπουκιού ως το άκουσμα ενός παφλασμού κάποιου κύματος. Χάνουμε και ταυτόχρονα χανόμαστε» παρασύρθηκα από την στιγμή και όλες μου οι σκέψεις, όλοι μου οι προβληματισμοί ξεχύθηκαν και παρέσυραν τον αδερφό μου, ο οποίος φαινόταν να παρακολουθεί την κάθε μου λέξη.
«Κατανοώ τα όσα σκέφτεσαι, Γου Σι και μπορώ να μιλήσω ελεύθερα εδώ, έξω από τα τείχη της Σχολής, μακριά από τους Δασκάλους, πως κι εγώ συμμερίζομαι τους προβληματισμούς σου. Κάποιοι θεωρούν μέγα λάθος την θνησιμότητά μας και μισούν τους θεούς για αυτό. Σαν ένα παραγκωνισμένο παιδί, απεχθάνονται τους θείους γονείς μας για αυτή τη διάκριση. Εγώ το βλέπω διαφορετικά. Είναι μια ευκαιρία να απολαύσουμε όσα άλλοι θεωρούν δεδομένα, κοινά και ανούσια. Η θνησιμότητα αυτή είναι που μας κάνει ανθρώπους και μας δίνει το έναυσμα να βοηθήσουμε όσους έχουν ανάγκη, για να μπορέσουν και εκείνοι να απολαύσουν το δειλινό που με τόσο πάθος εσύ παρακολουθείς». Τα λόγια του βουτηγμένα σε αλήθεια και σοφία, καρφώθηκαν στην κάρδιά μου. Δεν απάντησα, καθώς δεν υπήρχε λόγος να γεμίσω την σιωπή με λόγια. Σταθήκαμε και οι δύο πλάι – πλάι, παρατηρώντας τον μεγάλο ήλιο να αναπαύεται πίσω από τα δίδυμα βουνά και με το αχνό πια φως του να αναγγέλλει τον ερχομό της Σελήνης. Εκείνο το δροσερό αεράκι έπαιξε ακόμα μια φορά με τα λουλούδια και τις φυλλωσιές ενώ πρόσφερε μια αίσθηση αναζωογόνησης και στους δυο μας. «Ευλογημένη τούτη η νύχτα, Γου Σι. Ας μην καθυστερούμε άλλο» είπε κοφτά και γύρισε τη πλάτη του, κατευθυνόμενος προς τις βάρκες. Δεν καθυστέρησα πολύ. Προσευχήθηκα στους θεούς να έχουμε ένα ήσυχο ταξίδι και ακολούθησα τα αδέρφια μου.
Η περιφέρεια Γουνάν απείχε πέντε μέρες. Θα αράζαμε στην πόλη Γκανκτσού και από εκεί το Βουνό ήταν άλλες τρεις. Είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα για κάθε είδους καταιγίδα, είτε αυτή ήταν δημιούργημα της φύσης ή των θεών. Μα πόσο έτοιμος μπορεί να είναι κανείς μπροστά στο άγνωστο. Όσο, λοιπόν, ο Λου Τσιέν με τον Γιαν Φέι ψιθύριζαν μεταξύ τους, ο Τάι Λονγκ έπαιζε το φλάουτο του στον αδερφό Πό Γκουάν και Μεγάλο Αδερφός Ντάε συζητούσε με τους υπολοίπους, εγώ παρατηρούσα τη γη της σιγουριάς και της ασφάλειας που αφήναμε πίσω μας. Το μυαλό μου τυραννούσαν οι πιθανότητες και οι ιστορίες που μας είχαν διηγηθεί, παρασέρνοντας με σε ένα άνισο παιχνίδι παράνοιας.

Η Κατάρα του ΣένγκαοWhere stories live. Discover now