Κεφάλαιο 10

38 5 8
                                    

Τα όνειρα μου τα στοίχειωσαν άγριες εικόνες και ανίεροι ψίθυροι. Έστεκα σε γκρίζα γη και πυκνή ομίχλη με εμπόδιζε να βρω τον δρόμο γυρισμού. Ήμουν παιδί, τα άνθη της ροδακινιάς στην αυλή του σπιτιού μας δεν τα έφτανα και έπρεπε να σταθώ στις μύτες των ποδιών μου για να κοιτάξω πέρα από τα περίτεχνα κάγκελα του μπαλκονιού της μητέρας μου. Μα εκεί που βρισκόμουν πια δεν ήταν το πατρικό μου. Ήταν άγνωστη η γη στην οποία πατούσα και ο αέρας με έπνιγε σαν να κατάπινα παχιά σκόνη.
Η σιωπή έσπασε. Στο βάθος ο χτύπος κάποιας καμπάνας επαναλαμβανόταν, αργά, σταθερά. Ένας μακρόσυρτος ανατριχιαστικός ήχος που διαπερνούσε τα αυτιά μου και μου τρυπούσε το κεφάλι. Είδα τότε τον εαυτό μου, το παιδάκι το μικρό εκείνο, τρομοκρατημένο και μαζεμένο να κλαίει και να σπαράζει, να αναζητά τη μητέρα του. Οι καμπάνες τότε σώπασαν. Θαρρείς πως το κάλεσμα του παιδιού εισακούστηκε και η μάνα έτρεχε να το βρει και να το πάρει στα χέρια της για να το αγκαλιάσει να του προσφέρει καταφύγιο. Βήματα βιαστικά και ατσούμπαλα γέμισαν τον αέρα. Αφύσικες ανάσες μαστίγωναν τον σβέρκο μου και όποτε γυρνούσα, μέσα στη ζάλη του τρόμου, δεν έβλεπα τίποτα. Άκουγα μονάχα εκείνα τα καταραμένα βήματα να με πλησιάζουν.

Ταπ, ταπ, ταπ, ταπ . . .

Έπεσα καταγής και έκλεισα με τα μικρά μου χέρια τα αυτιά ενώ προσπάθησα πολύ σκληρά να σταματήσω το παιδικό μου κλάμα.

Ταπταπταπταπταπταπταπταπταπ...

Είδατον νεκρό πατέρα μου να με πλησιάζει, ένα σαπισμένο πτώμα, με κομμάτια σάρκαςνα κρέμονται από τα σπασμένα του άκρα. Σύρθηκα στο χώμα να κρυφτώ. Το πλάσμααυτό, είχε αρπάξει τις αδερφές μου και τις ξέσκιζε σαν να ήταν ψάθινες κούκλες.Μπορούσα να ακούσω τα οστά που διαλύονταν και τις σύντομες κραυγές αγωνίας. Μετο βλέμμα μπροστά, συνέχισα να μπουσουλάω κλαίγοντας. Σε εκείνο το μονοπάτιείδα την μάνα μου. Τη πλησίασα απεγνωσμένα. Απεγνωσμένος να χωθώ στην αγκαλιάτης και να με προστατέψει από τη μανία του πατέρα – τέρατος που βρισκόταν στοκατόπι μου. Είχα φτάσει πλέον τόσο κοντά της που όταν αντίκρυσα της πραγματικήτης όψη τινάχτηκα προς τα πίσω. Ναι, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Η γυναίκα μετα μάτια βγαλμένα από τις κόγχες και το πρόσωπό της αλλοιωμένο από φόβο καιπόνο ̇ η γυναίκα με το στραβωμένο στόμα και το τσακισμένο κρανίο ήταν η μητέρα. Έσυρα τον εαυτό μου προς τα πίσω καιβρήκα το θάρρος να κοιτάξω προς την ίδια κατεύθυνση. Το τέρας που είχε πάρει τημορφή του κάποτε ευγενικού πατέρα, με πλησίαζε, πετώντας τα απομεινάρια τωναδερφών μου στον αέρα, ποτίζοντας τη νεκρή γη και το κορμάκι μου με τοπαρθενικό τους αίμα. Τα πόδια μου έτρεμαν και παρόλο τον τρόμο δεν έλεγαν νακινηθούν. Είχαν καρφωθεί στο έδαφος και με κρατούσαν ακίνητο. Το πλάσμαβρισκόταν μονάχα ανάσες μακριά μου και δεν μπορούσα πλέον να κάνω τίποτα για ναγλυτώσω. Έκλεισα τα μάτια του, αποδεχόμενος της ζοφερής μου μοίρας καιαγνοώντας την ονειρική φύση αυτής την σκηνής.
Σιωπήξανά. Άνοιξα τα μάτια μου.
Καυτός ήλιοςμε έκαιγε και με ζάλιζε. Άκουγα φωνές, γνώριμες και γελαστές. Το κεφάλι μουήταν βαρύ και το κορμί μου ασήκωτο. Χανόμουν με το πέρας των λεπτών όσο οιφωνές μετατρέπονταν σε κραυγές, κραυγές που ανήκαν σε κάποιον άλλο κόσμο,διαφορετικό και τερατώδες. Με χλεύαζαν και με προκαλούσαν να αντικρύσω τακαταραμένα τους πρόσωπα. Άνοιξα τα χείλη μου για να απαντήσω, να τις διώξωμακριιά και να της καταπολεμήσω. Τότε, ένα κοράκι άρχισε να κράζει από κάπουψηλά και ο ήλιος χάθηκε, σαν να τον έδιωξε μαζί και τις φωνές που με βασάνιζαν.Κρύο με σκέπασε και σκοτάδι απλώθηκε, αλλοιώνοντας το κράξιμο σε γέλιοδαιμονικό, τραυλό και μανιακό. Γελούσε ενώ σιγά σιγά μπροστά μου εμφανίστηκε έναπρόσωπο γνώριμο αλλά φτιαγμένο έτσι όπως κανενός ανθρώπου δεν θα έπρεπε ναμοιάζει. Το δέρμα βαμμένο λευκό με μαύρες κόγχες και αίμα να στάζει πάνω μου.Τα μάτια αλληθώριζαν και στροβιλίζονταν. Στόμα δεν είχε αλλά μπορούσα ναδιακρίνω μια μαύρη σχισμή να ρουφά τον αέρα από γύρω και να τον φυσά γεμάτοβρωμερά θυμιατά. Το πρόσωπο αυτό – το πλάσμα το εφιαλτικό – με πλησίασε, μακορμί δεν είδα. Το παρακολουθούσα πως σάλευε στον αέρα πάνω κάτω, αριστερά καιδεξιά χωρίς λόγο και χωρίς κάποιο σκοπό. Η καμπάνα ήχησε για ακόμα μια φορά καιέκλεισα τα μάτια μου.
Μέχρικαι τούτη την ημέρα εύχομαι να είχα απλά επιβάλλει στον εαυτό μου να ξυπνήσει,καθώς το όνειρο μετατράπηκε σε δαιμονικό εφιάλτη και οι εικόνες που έζησεχαράχθηκαν με λεπίδα στη θνητή μου καρδιά. Βρέθηκα ξανά σε εκείνο το ίδιοσκοτεινό μονοπάτι, με την ομίχλη. Αναφιλητά γέμιζαν τον αέρα, κοφτά, απόκοσμα.Λυγμοί που σου πάγωναν το αίμα και σε ακολουθούσαν σε κάθε σκοτεινή γωνιά. Τοβλέμμα μου ευθύς έπεσε στα χέρια μου. Αναγνώρισα τούτες τις παλάμες. Ήμουν εγώ,στα χρόνια που τώρα βάδιζα. Δεν ήμουν πλέον ένα τρομαγμένο και παρατημένοπαιδί. Ό,τι πλησίαζε μπορούσα να το αντιμετωπίζω γιατί τα άκουγα. Άκουγα εκείνατα βήματα και πλησίαζαν. Τα όνειρα, μας είχαν διδάξει, δεν ήταν απλά εικόνεςπου δημιουργούσε η δύναμη μας για να μας κρατάνε συντροφιά τη νύχτα και να μαςπροστατεύουν από τα πλάσματα που καραδοκούσαν. Ήταν συχνά οιωνοί σταλμένοι απόπρόσωπα φιλικά που κάποτε βρίσκονταν πλάι μας, αλλά πλέον είχαν ταξιδέψει στιςΔιαστάσεις των πνευμάτων. Οι οιωνοί έρχονταν με ποικίλες μορφές. Όσο πιο άσχημοικαι τερατώδεις, τόσο πιο επικίνδυνο το μονοπάτι που διάβαινες. Στάθηκα, λοιπόν,έτοιμος απέναντι σε όποιον κι αν ήταν ο αγγελιαφόρος. Δεν φοβόμουν για ταμελλούμενα.
Η καρδιά μουγέμισε σιγουριά και οι μαύρες εικόνες που είχαν δηλητηριάσει προηγουμένως τομυαλό μου, διαλύθηκαν. Ο πατέρας μου ήταν νεκρός κοντά μια δεκαετία και τοκορμί του είχε πια γίνει ένα με το χώμα. Οι αδερφές μου ήταν ασφαλείς στοπατρικό μας, την οποία γη των προγόνων μας προστάτευε και διοικούσε η μητέρα.Τίποτα, λοιπόν, δεν ήταν αληθινό. Χτύπησα στο άρρωστο χώμα το πόδι μου και ηπαλάμη μου βάρυνε από το όπλο που είχε μόλις εμφανιστεί σε αυτή. Το ΚρυστάλλινοΆνθος, η πιστή μου λόγχη, υπάκουσε στο κάλεσμά μου και κραδαίνοντάς τη φώναξαστην άγνωστη αυτή παρουσία να εμφανιστεί. Η ομίχλη διαλύθηκε και κατάφερα ναδιακρίνω τη φιγούρα που έτρεχε με τόση απελπισία προς το μέρος μου.
Η γυναικείατης φορεσιά ανέμιζε με τον άνεμο και οι κινήσεις της ήταν το ίδιο αέρινες. Σανφάντασμα αψηφούσε τους γνωστούς νόμους της φύσης και βάδιζε μαζί με τον αγέρα.Ένα σάλτο χρειάστηκε και κατάφερε να βρεθεί μπροστά μου.
«Δεν έχετεκαμία δουλειά εδώ» αυστηρή φωνή...γνώριμη.
«Ο σκοπόςμας είναι...» λόγια που είχαν ειπωθεί ξανά στο παρελθόν. Η ηχώ τους απλώθηκε. Ταβήματά μου με καθοδήγησαν προσεκτικά προς τα πίσω και το Κρυστάλλινο Άνθοςρίχτηκε άθελά μου στο έδαφος. Ο κρότος προκάλεσε τρέμουλο σε αυτό τον εφιαλτικότόπο. Η λόγχη διαλύθηκε σαν γυαλί και τα κομμάτια της τα κατάπιε το χώμα.Προσπάθησα να ξεδιαλύνω την όρασή μου, έτριψα τα μάτια μου με το πίσω μέρος τηςπαλάμης και κοίταξα ξανά και ξανά τη μορφή που βρισκόταν απέναντί μου. Έναόνομα ερχόταν ξανά και ξανά, στροβιλιζόταν στο στόμα του αλλά δεν παρέμενε γιανα το ξεστομίσει.
«Γυρίστεπίσω πριν να είναι πολύ αργά» το πρόσωπό της ήταν αδύνατο να το διακρίνω, έναπορτρέτο που τα χρώματά του είχαν ανακατευθεί άτσαλα. Μάτια, χείλη, μύτη...τίποταδεν φαινόταν, παρά το χλωμό του δέρματος αναμιγμένο με λίγες σταγόνες απόερυθρό χρώμα. Με μεγάλη επιμονή προσπαθούσα να διακρίνω κάποιο στοιχείο που θαμαρτυρούσε τη ταυτότητά της. Από την φορεσιά της ως και τα άκρα της. Πάγωσα. Ηματιά μου έπεσε στα χέρια της. Κρατούσε ένα ψεύτικο προσωπείο. Όχι κάποιοπερίτεχνο αντικείμενο. «Αυτό» μονολόγησα και έριξα το βλέμμα μου ακόμα μια φοράσε εκείνη που παρέμεινε στη θέση της. Είχε γείρει το κεφάλι της στο πλάι καικαταλάβαινα πως με παρακολουθούσε. Έτεινα το χέρι μου να την πιάσω ότανπαρατήρησα πως δεν ήταν άδεια η χούφτα μου. Βαστούσε το προσωπείο εκείνο πουπροηγουμένως η ίδια κουβαλούσε. «Όχι» μονολόγησα και τη κοίταξα, το πρόσωπό τηςπιο καθαρό από πριν μα και πάλι αδυνατούσα να το αναγνωρίσω. Ίσως να μην ήθελα,καθώς θα άγγιζα κάποια αλήθεια που θα με πλήγωνε θανάσιμα.
«Γύρνα πίσωΓου Σι!» φώναξε το όνομά μου. Κι άλλα λόγια, προστάγματα και προειδοποιήσειςέβγαιναν από το ανύπαρκτο της στόμα, μα δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε αυτά. Ηπροσοχή μου είχε όλη αφεθεί στη μάσκα που κρατούσα.
ΗΓη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια μου.
«Γου Σι!»την άκουσα πάλι να με φωνάζει. Έπεσα στα γόνατα, το έδαφος υποχωρούσε και την παρέσερνεμαζί του στην άβυσσο. Το τρομαγμένο της πρόσωπο πιο καθαρό από ποτέ.
«Σουί Λιάν!»έδωσα όνομα στην αλήθεια που φοβόμουν να αντικρύσω καθώς την παρακολουθούσα ναχάνεται.
«Γύρνα πίσωσε εμένα» ένας ψίθυρος στο αυτί μου και άνοιξα τα μάτια μου. Δέντρα με περικύκλωναν.Κρύο τσουχτερό με είχε σκεπάσει. Ανασηκώθηκα, μα ένα ζεστό χάδι με παρακίνησενα ξαπλώσω.
«Είχεςανήσυχο ύπνο. Ξεκουράσου. Θα σε προσέχω εγώ» έκλεισα τα μάτια μου, ανήσυχος καιγεμάτος πανικό.

Η Κατάρα του ΣένγκαοWhere stories live. Discover now