Κεφάλαιο 4

35 12 0
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου. Αδύναμο φως έλουζε το δωμάτιο και δεν προερχόταν από το παράθυρο. Έξω ήταν σκοτεινά. Είχα καταφέρει να κοιμηθώ παρά τις ανήσυχες μου σκέψεις και τους προβληματισμούς μου – παρά τον πόνο του θρήνου. Ανασηκώθηκα και ένας βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε. Το κεφάλι μου το αισθανόμουν μουδιασμένο και το κρανίο με πονούσε σαν να είχα ξυπνήσει έπειτα από κάποιο έντονο φαγοπότι.
«Δεν κοιμάσαι..» η φωνή του Τάι με εξέπληξε αλλά ταυτόχρονα με καθησύχασε. Δεν ήθελα να με επισκεπτόταν το οργισμένο πνεύμα του αδερφού Πο. Τι θα του έλεγα; Θα ήταν άραγε μια συγνώμη αρκετή για να τον ηρεμήσει;
Με τον Τάι μοιραζόμασταν τα ίδια χρόνια, και κοινές παιδικές αναμνήσεις, καθώς όντας γιος κάποιας μακρινής ξαδέρφης της μητέρας μου, περνούσαμε τα καλοκαίρια παίζοντας και διαβάζοντας. Όταν έχασε τους γονείς του από επιδρομή των Βορείων, τότε εντάχθηκε στον Οίκο των Ντονγκ Χάι ως προστατευόμενος και πνευματικός γιος της μητέρας μου, καθιστώντας τον πραγματικό αδερφό μου. Αν και δεν είχαμε το ίδιο αίμα, μας ένωναν οι εμπειρίες, η αγάπη για την τέχνη, τη ποίηση και τη μουσική. Το ταλέντο του Τάι στο φλάουτο ήταν αξεπέραστο και οι μελωδίες που γεννούσε γαλήνευαν και τη πιο αναστατωμένη ψυχή. Μα, όσο η δική του παρέμενε ταραγμένη, αδυνατούσε να επικαλεστεί τη μούσα του, αδυνατούσε να δημιουργήσει.
«Μπορώ και τον ακούω ακόμα, Γου Σι, να φωνάζει και να χτυπιέται σαν δαιμονισμένος». Αγκάλιασα τα γόνατα μου, βυθισμένος στη σκοτεινή ανάμνηση. «Ποτέ του δεν τα είχε χαμένα. Ήταν ικανός. Μη σε παρασέρνουν τα λόγια των διδύμων. Η εσωτερική του ενέργεια ήταν παραπάνω από ικανοποιητική! Όλοι οι δάσκαλοι το είχαν παρατηρήσει και τον παίνευαν» οι αχνοί λυγμοί του έσπασαν τη σιωπή «Να πάρει!» πέταξε απότομα το φλάουτό του. Ο κρότος αντήχησε στο δωμάτιο και τράνταξε τα πατώματα, ενώ το ίδιο το όργανο κύλησε προς την πόρτα. «Μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο επί εφτά χρόνια. Ήταν το πρώτο άτομο στη Σχολή που άκουσε τη μουσική μου και πίστεψε σε αυτή. Δεν υπήρχε βράδυ που να μη μου ζητούσε να του παίξω έστω ένα τραγούδι για να κοιμηθεί» διαλυόταν ψυχικά και μπορούσα να το διακρίνω από τη τρεμάμενη φωνή του. Τον είδα να μαζεύεται και να κουρνιάζει σαν παιδί, με τα δάχτυλά του μπλεγμένα στις τούφες των μαλλιών του «Στο τέλος δεν έκανα τίποτα για να τον σταματήσω, Γου Σι. Πίστευα πως είχε αποκοιμηθεί. Τον είχα ταΐσει λίγο ψωμί και όταν ξάπλωσε έπαιξα λίγο το φλάουτο, έδειχνε να κοιμάται όπως κάθε φορά. Το έβλεπα στο πρόσωπό του, είχε ησυχάσει και ήμουν σίγουρος πως σαν φτάναμε εδώ, κάποιος θα βρισκόταν και θα τον θεράπευε. Πίστευα..» τα λόγια του κόπηκαν από δυνατούς λυγμούς.
Όλοι πιστεύαμε το ίδιο ακριβώς. Θα συνερχόταν και στη πόλη θα αναζητούσαμε κάποιον ιατρό ή φαρμακοποιό για να τον βοηθήσει. Δεν θα συνέχιζε μαζί μας αλλά στην επιστροφή θα είμασταν όλοι μαζί. Αλλά, αλίμονο. Ο Πο είχε βυθιστεί στα άδυτα του ποταμού και η ψυχή του βρισκόταν στα χέρια των θεών. Ό,τι μας είχε απομείνει να κάνουμε ήταν να προσευχηθούμε για αυτόν και ίσως να ζητούσαμε από τους ιερείς του Μοναστηριού να τελέσουν κάποια τελετή για τη γαλήνη του πνεύματος του. Σηκώθηκα και πλησίασα τον Τάι. Είχε χώσει το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του και έκλαιγε. Θα τον άφηνα να θρηνήσει. Ήταν ιερή στιγμή.
Με σιγανά βήματα πλησίασα τη πόρτα. Θα την άνοιγα, μα όταν πρόσεξα το πολύτιμό του μουσικό όργανο πεσμένο γύρισα πίσω κρατώντας το ευλαβικά. Το τοποθέτησα πλάι του. Ας τον συντρόφευε καθ' όλη της διάρκεια του θρήνου, ίσως να γλύκανε κάπως τη διαδικασία. Ο Τάι δεν όρθωσε το βλέμμα του. Συνέχισε να βυθίζεται μες τη θλίψη του, αγνοώντας πλήρως τη δική μου παρουσία. Βγήκα έξω, κλείνοντας πίσω μου τη συρταρωτή πόρτα. Είχα κοιμηθεί αρκετά και το δροσερό αγέρι θα αποτελούσε τη πιο κατάλληλη συντροφιά για εκείνη τη νύχτα. Οι τέσσερις τοίχοι με έπνιγαν και με περιόριζαν.
Βγαίνοντας από το πανδοχείο, ήρθα αντιμέτωπος με την ανατριχιαστική σιωπή της πόλης και τους άδειους δρόμους που στολίζονταν από τους καλυμμένους πάγκους και τα σβηστά φανάρια. Αρκετά βήματα πίσω μου, βρισκόταν ο Μπάο Λαν, ένα από τα πέντε μεγαλύτερα ποτάμια της Ηπείρου και το πιο φονικό. Στα νερά του είχαν χαθεί δεκάδες ανίδεοι ταξιδιώτες που διέρχονταν μέσα από τα άστατα νερά του και ανάμεσα του είχε προστεθεί και ο αδελφός Πο. Μπροστά μου, απλωνόταν η μικρή αυτή πόλη και πέρα από αυτή φαίνονταν οι κορφές των Βουνών, ανάμεσα τους ο Σένγκαο που ήταν και βασικός προορισμός μας. Περπάτησα για λίγη ώρα, να αδειάσω το κεφάλι μου ώστε να κατανοήσω καλύτερα το βάρος των θυσιών, τόσο του παρελθόντος αλλά και όσων ήταν γραφτό να υπάρξουν.
Βάδιζα έχοντας τη σκέψη μου διασκορπισμένη σε χίλια μέρη με αποτέλεσμα να μην αισθανθώ την παρουσία του ατόμου που με ακολουθούσε εξ' αρχής. Ένα αχνό αγέρι με προειδοποίησε πως δεν ήμουν μόνος, όταν αυτό ταρακούνησε τα χάρτινα φανάρια. Αναπήδησα προς τα πίσω αποφεύγοντας το χτύπημα του αγνώστου όσο ταυτόχρονα εξέταζα τον χώρο γύρω μας. Δίχως να σπαταλήσω αλόγιστα χρόνο, έτρεξα απευθείας πάνω σε μια κολώνα. Σκαρφάλωσα με δυο βήματα και ρίχτηκα προς τα πίσω. Με δύναμη κατάφερα να τον χτυπήσω στη πλάτη προτού σταθώ για ακόμα μια φορά στον πέτρινο δρόμο. Χάνοντας την ισορροπία του, απομακρύνθηκε αρκετά από μένα, προσφέροντάς μου άθελά του την ευκαιρία να τον παρατηρήσω καλύτερα. Το λυγερό κορμί του χάριζε το πλεονέκτημα της ταχύτητας και ευλυγισίας, καθιστώντας τον ικανό σε μάχες σώμα με σώμα, ενώ ο ελαφρύς ρουχισμός του στα χρώματα της άναστρης νύχτας του προσέδιδε την ικανότητα να χάνεται και να γίνεται ένα με τις σκιές – ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν είχα καταφέρει να τον εντοπίσω νωρίτερα. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από ολόλευκη μάσκα με πορφυρές λεπτομέρειες γύρω από τα μάτια και ένα αχνό μειδίαμα στα χείλη Τα μαλλιά έστεκαν ψηλά, δεμένα σε κότσο με ένα διακριτικό ασημένιο στολίδι.
«Μισό λεπτό!» Δεν είχα το κουράγιο να πολεμήσω και δεν ήταν σκοπός μου να προκληθεί ταραχή στη πόλη. Αγνόησε τα λόγια μου χωρίς δισταγμό. Τα πόδια του σύρθηκαν στο δάπεδο με απίστευτη χάρη, πλησιάζοντάς με, ενώ οι γροθιές θέριζαν τον αέρα τριγύρω μου. Η ταχύτητά του ήταν απίστευτη και δεν μου άφηνε παραπάνω επιλογές πέρα από το να αμυνθώ. Εάν ξέφευγα για ένα λεπτό, το πρόσωπό μου θα δεχόταν τέτοιο χτύπημα που θα με άφηνε ανίκανο να συνεχίσω. Όσο εκείνος πάσχιζε να με πετύχει, εγώ απέφευγα κάθε του γροθιά. Με την άκρη του ματιού μου κοίταξα πίσω. Μονάχα αδιέξοδο. Λύγισα το ένα πόδι και έσκυψα πριν το χιλιοστό χτύπημα. Ρίχτηκα στο πλάι και κύλησα λίγα μόνο βήματα μακριά και όρθωσα το κορμί μου, τινάζοντας τις ρόμπες μου. Δεν βιάστηκα. Η τεχνική αυτή ανήκε στην σέκτα των Χιλίων Ανέμων, μπορούσα να την αναγνωρίσω. Ήταν ευρέως γνωστή τόσο για τη λεπτότητά της όσο και για το πόσο πολύ μπορούσε να εξαντλήσει την ενέργεια του χρήση. Οι γροθιές δεν είχαν τόσο σκοπό να τσακίσουν τον στόχο αλλά περισσότερο να τον αποδυναμώσουν, ωθώντας τον σε μόνιμη στάση άμυνας. Η χιλιοστή, όμως, ήταν και το θανατηφόρο χτύπημα, έχοντας αποκτήσει όλη την Ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε από τον πολεμιστή. Η σκέψη και μόνο πως κατάφερα να την αποφύγω προκάλεσε πόνο στο στομάχι μου. Περηφάνια ή ο τρόμος της σκέψης του τί θα μπορούσε να συμβεί αν δεν ήμουν τόσο γρήγορος; Ακόμα και σήμερα αδυνατώ να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα.
Ο άγνωστος στεκόταν απέναντί μου. Είχα δίκιο. Οι Χίλιες Γροθιές κατάφεραν να τον εξασθενήσουν. Δεν θα τολμούσε να επιτεθεί κατευθείαν, αν δεν τον έκαιγε απόγνωση.
«Ποιος είσαι;» κατέβαλλα μια ακόμα προσπάθεια να επικοινωνήσω με πολιτισμένο λόγο. Το βλέμμα του ρίχτηκε επάνω μου και ευθύς έτρεξε καταπάνω μου. Παρέμεινα ήρεμος αυτή τη φορά. Ήξερα τι αντιμετώπιζα: ένα κουρασμένο σκυλί, το οποίο θα επικεντρωνόταν σε ανούσια δαγκώματα και κινήσεις που με ευκολία μπορούσα να διαβάσω.
Απέκρουσα κάποιες από τις δυνατές κλωτσιές με τα χέρια και όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, υψώθηκα πηδώντας στη σκεπή κάποιας οικίας. Τα κεραμίδια γλιστρούσαν από την υγρασία, καθιστώντας την απόλυτη ισορροπία δύσκολο κατόρθωμα και για τον πιο έμπειρο δάσκαλο. Με ακολούθησε από τον δρόμο και με ένα μόνο άλμα στάθηκε αντικριστά μου.
«Η Σχολή της Γουανσιέν δεν έχει καμιά δουλειά εδώ!» όρθωσε τον κορμό του περήφανα. Περίμενε την αντίδρασή μου.
«Βρισκόμαστε εδώ έπειτα από έκλυση της Περιφέρειας. Ποιος είσαι εσύ που θα αμφισβητήσεις την κρίση της;»
«Το θράσος σας είναι μεγάλο! Έρχεστε εδώ και ταράζετε την ηρεμία των κατοίκων με απώτερο σκοπό τί; Την αναγνώριση; Την περηφάνια;» βρόντηξε οργισμένος.
«Σκοπός μας είναι να βοηθάμε όσους έχουν ανάγκη, τσακίζοντας κάθε απειλή. Αυτό ακριβώς θα πράξουμε!»
«Θα το δούμε» ήταν τα τελευταία του λόγια. Γραπώνοντας το ξίφος του, η λαβή ντυμένη με χρυσούς και ερυθρούς κόμπους, ένα σωστό έργο τέχνης, όρμησε κατά πάνω μου. Το κορμί μου κινήθηκε από μόνο του και έσυρα τα πόδια μου αποφεύγοντας τα μανιασμένα χτυπήματα. Η λεπίδα έσκιζε τον αέρα γύρω μου και η αύρα της ήταν πάγος τρομερός, ενώ η κραυγή της διαπεραστική. Το βήμα μου με πρόδωσε αρκετές φορές, δίνοντας την ευχαρίστηση στον αντίπαλό μου: στόλισε το πρόσωπο μου με δυο επιφανειακά κοψίματα. Το αίμα που έτρεξε ήταν ζεστό και το τσούξιμο σχεδόν ανύπαρκτο καθώς η ανάγκη μου να βγω νικητής σε αυτή τη σύγκρουση φούντωσε σαν φλόγα. Βρισκόμασταν πλέον σε απόσταση αναπνοής, και οι δύο φανερά εξαντλημένοι. Κανείς μας δεν ήθελε να κάνει πίσω. Δυστυχώς θα ήταν μια μάχη που θα έφτανε στο τέλος μόνο όταν ένας από εμάς έπεφτε νεκρός.
Με μια κραυγή του, έριξε τη λεπίδα ξανά κατά πάνω μου αλλά δεν είχε υπολογίσει το άστατο πάτωμά μας. Ένα από τα κεραμίδια, γυρτό και έτοιμο να καταρρεύσει, πετάχτηκε από το απρόσεκτό του βήμα, αναγκάζοντάς τον να γονατίσει για να γλυτώσει τη πτώση. Αφέθηκα στη στιγμή και χαμογέλασα περήφανος με τον εαυτό μου. Ύστερα έτεινα το χέρι μου για να τον αποκαλύψω, τραβώντας τη μάσκα του. Ήταν γρήγορος. Με το ελεύθερο χέρι κινήθηκε για να με σταματήσει και εγώ αντίστοιχα τον εμπόδισα. Αρκετή ώρα βρισκόμασταν σε ένα αδιέξοδο επίθεσης και άμυνας το οποίο μας εξασθενούσε αμοιβαία.
Με ένα άλμα αποδεσμεύτηκα και τινάχτηκα προς τα πίσω πέφτοντας στον δρόμο. Συνέχισα να παρακολουθώ την κάθε του κίνηση. Δεν τον άφησα να φύγει από τα μάτια μου όπως εκείνος αντίστοιχα δεν με άφησε να ξεφύγω. Ακολουθούσε πιστά κραδαίνοντας σφιχτά το περίτεχνο ξίφος του. Έκλεισα τα μάτια μου να συγκεντρωθώ και να καταφύγω στις διδασκαλίες του μεγάλου αδερφού. Η μανία του αντιπάλου, έλεγε, μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον του. Γλίστρησα το κορμί μου στο πλάι. Όσο οι αισθήσεις του τυφλώνονται από την λύσσα και την απόγνωση, τόσο εντείνεται η ένωση με το Τσι. Χαμήλωσα το κορμί μου. Όταν φτάσει δε στο όριο και το ξεπεράσει, η έκρηξη θα είναι μοιραία. Άνοιξα τα μάτια μου, η λεπίδα βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στην αριστερή μου κόρη αλλά σταματημένη από τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο μου. Βημάτισε προς τα πίσω, αποτραβώντας το ξίφος λαχανιασμένος και αποδυναμωμένος. Τον πλησίασα και με κοφτές κινήσεις χτύπησα το στέρνο του με τη παλάμη μου. Χρησιμοποιώντας ελάχιστη από την ενέργεια μου, τον 'έδεσα' με το ξόρκι μερικής ακινησίας, αφήνοντας τον ανίκανο για οποιαδήποτε αντίδραση. Το κορμί του σωριάστηκε και κοντοστάθηκα από πάνω του. Είχε έρθει η ώρα της αποκάλυψης. Άρπαξα την μάσκα.
«Ποια είσαι;» η φωνή μου λουσμένη από έκπληξη ακούστηκε σαν ψίθυρος, καθώς πέταξε κάτω το λευκό προσωπείο. Τα μάτια της, δυο καστανοί καρποί του χειμώνα, έκαιγαν από οργή και κατάλαβα πως δεν θα έπαιρνα απάντηση σύντομα. Απομακρύνθηκα από κοντά της. Οι τεχνικές της αναμφίβολα ανήκαν στην σέκτα των Χιλίων Ανέμων. Τι δουλειά είχαν τόσο μακριά από τη βάση τους; Της έριξα μια γρήγορη ματιά. Ήταν απλά ένα νεαρό κορίτσι, δεν είχε κλείσει 2 δεκαετίες ζωής. Τα λεπτά χαρακτηριστικά της σε συνδυασμό με τα όμορφα μάτια και τα μικρά χείλη προσέδιδαν την εικόνα μιας γλυκιάς κοπέλας αλλά με θανάσιμες ικανότητες.
«Συγχωρέσε με αλλά-» αν ήθελα να με εμπιστευτεί έπρεπε να δώσω τέλος σε αυτή τη διαμάχη και να τη βεβαιώσω με πράξεις πως δεν διέθετε κανέναν κίνδυνο μαζί μου. Θα έλυνα το ξόρκι και θα περιποιούμουν κάποια από τα τραύματά της... όσο μπορούσα.
Η κραυγή της δόθηκε ως απάντηση στα λόγια μου. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, σπάζοντας το ξόρκι μου ουρλιάζοντας σαν ζώο. Με κομμένη την ανάσα σηκώθηκε, άρπαξε το ξίφος της από το έδαφος και με προσπέρασε με ταχύτατα βήματα. Παρακολούθησα τη φιγούρα της πως πηδούσε από σκεπή σε σκεπή και όταν χάθηκε παρέμεινα μόνος, με το ολόγιομο φεγγάρι να ρίχνει το χλωμό του φως πάνω μου. Έπιασα τη μάσκα και τη περιεργάστηκα. Είχε ένα κοινό σχήμα, σαν εκείνες που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί στα θέατρα. Άγγιξα τις ανάγλυφες λεπτομέρειες, άγριες στην υφή. Το τοποθέτησα μέσα από την ρόμπα μου και έφυγα ευθύς για το πανδοχείο. Έπρεπε οπωσδήποτε να ενημερώσω τον Μεγάλο Αδελφό ώστε να κινηθούμε προσεκτικά. Το πιο πιθανόν η σέκτα των Χιλίων Ανέμων βρισκόταν απέναντί μας και σίγουρα θα ερχόταν η στιγμή που θα τους συναντούσαμε ξανά.

Η Κατάρα του ΣένγκαοWhere stories live. Discover now