Κεφάλαιο 2

37 12 0
                                    

Το ταξίδι με τις βάρκες ήτα δύσκολο και η ταλαιπωρία αρκετή. Τα νερά είχαν ταραχθεί από τον άστατο καιρό του χειμώνα και οι άνεμοι έπαιζαν με τα νερά, παρασέρνοντας μας πολλές φορές μακριά από το μονοπάτι. Αρκετά αδέρφια αρρώστησαν, με το στομάχι τους να τους βασανίζει και να τους εξασθενεί. Τα πρόσωπά τους τα διακατείχε χλομό χρώμα σαν να είχαν χτυπηθεί από κάποια βαριά αρρώστια, ενώ είχαν χάσει την όρεξή τους για φαΐ. Ο μεγάλος αδερφός το απέδωσε σε ναυτία και στα ταραχώδη νερά. Η πικρή αλήθεια ήταν πως δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους ταξίδια, είτε αυτά πραγματοποιούνταν σε ποταμούς είτε σε θάλασσα. Η Σχολή μας βρίσκεται στη μεγαλύτερη περιφέρεια της Ηπείρου και περιτριγυρίζεται από κάθε λογής πόλεις και χωριά. Σπάνια αναγκαζόμασταν να εξερευνούμε και την υπόλοιπη χώρα. Εκτός αυτού, οι δρόμοι που είχαν χτιστεί κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του ηγέτη Τζιάο Σανγκ κατέστησαν τη μετακίνηση από περιφέρεια σε περιφέρεια πολύ πιο εύκολη και γρήγορη. Όμως, αυτή ήταν μια διαφορετικού είδους αποστολή και η παρουσία όλων μάς που επιλεχτήκαμε ήταν αναγκαία. Ο Αδερφός Ντάε τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά και ήμουν σίγουρος πως αυτή η ύψιστη αναγκαιότητα τον καθιστούσε τόσο ανήσυχο και αμίλητο καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Βοηθούσε τα άρρωστα και αποδυναμωμένα αδέρφια όπως ήταν το καθήκον του, αλλά χωρίς να μιλάει και δίχως να απαντάει στα ερωτήματα τους. Παραδεχόταν, βέβαια, πως τον λόγο για τον οποίο η Εσωτερική τους ενέργεια είχε εξασθενήσει, αδυνατούσε να τον κατονομάσει.
Στις τρεις μέρες, άρχισα να νιώθω εξάντληση και σιγά σιγά το σώμα αρνιόταν να κοπιάσει ακόμα και για την παραμικρή δουλειά όπως τη πλοήγηση ή και να μαζέψει ψάρια για το γεύμα μας. Ο μεγάλος αδερφός προσπάθησε να με καθησυχάσει. Αυτή ήταν η επιρροή των ταραχώδη νερών σε ένα σώμα που δεν γνώριζε από αυτού του είδους τα ταξίδια. Το χειρότερο που μπορούσα να κάνω, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ήταν να γεμίζω το κεφάλι μου με ανόητες σκέψεις και σκοτεινά συμπεράσματα. Σύντομα θα φτάναμε στη πόλη Γκανκτσού και η ταλαιπωρία θα έφτανε στο τέλος της. Αν τον πίστευα; Ίσως, με μοναδικό σκοπό να δώσω δύναμη και να συνεχίσω για χάρη των αδερφών μου. Το ηθικό θα έπεφτε σαν παιχνίδι ντόμινο αν όλοι μας καταρρέαμε. Κάποιος, πέρα από τον μεγάλο αδερφό Ντάε, έπρεπε να σταθεί στα πόδια του, να φροντίζει τους ασθενείς και να βεβαιωθεί πως δεν θα χάναμε τον δρόμο μας.
Ο ποταμός Μπάο Λαν, ένας από τους τρεις μεγαλύτερους ποταμούς που διέρχονταν από τον Βορρά και χύνονταν στην μεγάλη θάλασσα Νουσσέν, δεν πήρε το όνομα του τυχαία από την κατεργάρικη θεότητα. Ο θρύλος έλεγε πως «...του άρεσε πολύ να παίζει με τις όμορφες κυράδες των θνητών στις όχθες του ποταμού, όταν αυτές έπλεναν τα φουστάνια τους ή τα πορσελάνινα κορμιά τους. Τις πλησίαζε και εκείνες όλο φώναζαν και έτρεχαν μακριά του ώστε να σωθούν» διέκρινα το αδύναμο χαμόγελο στο πρόσωπο του νεαρού αδερφού και συνέχισα τη διήγηση. «Μία όμως κατάφερε να του κλέψει την καρδιά και να τον τρελάνει. Την έλεγαν Σού Ανι και ήταν κόρη έμπορα στην Αυτοκρατορική Πρωτεύουσα. Δεν ήταν η πιο όμορφη αλλά ήταν η πιο ξύπνια και πονηρή. Κατάφερνε και απέφευγε τον θεό με χάρη και ξύπνια λόγια, υπόσχοντας του πως θα τον νυμφευθεί μόνο όταν καταφέρει να γίνει αγνός σαν τα νερά του ποταμού, χωρίς να παρασέρνεται από τις άλλες κόρες, μεγάλος και τρανός που να του ανήκει όλη η Ήπειρος, τότε και μόνο τότε θα του έδινε το χέρι της. Ο θεός ενθουσιασμένος και ικανοποιημένος με την τροπή των πραγμάτων, αποφάσισε να πραγματοποιήσει την ευχή της Σου Ανι. Πόσο δύσκολο στο κάτω – κάτω θα ήταν για έναν θεό; Έτσι, όχι μόνο παραδειγματίστηκε από την χάρη και τις αρετές του ποταμού, αλλά έγινε ένα με αυτόν, καθώς περνούσε από τις κορυφές του Βορρά και κατέληγε πάντα στην Θάλασσα» ο αδερφός γέλασε μα το γέλιο του έφερε βήχα και ο βήχας του ταρακούνησε τα σωθικά. Του σκούπισα το στόμα με το υγρό πανί και τον σκέπασα για να κρατηθεί ζεστός. «Χώθηκε στα νερά και μονομιάς ενώθηκε μαζί τους, χάνοντας πάντα την υλική - ανθρώπινη μορφή του και περίμενε. Περίμενε μέχρι να φανεί εκείνη. Κοπέλες πολλές πέρασαν από τις όχθες και άλλες κολύμπησαν γυμνές στα νερά του. Αυτός παρέμεινε ήρεμος, αγνός όπως είχε υποσχεθεί. Ώσπου μια μέρα, ένας μεγάλος άρχοντας έπρεπε να κάνει ταξίδι στο ποτάμι και θα έφερνε μαζί του τη νέα γυναίκα του που όλες οι γυναίκες της περιφέρειάς ζήλευαν για την τύχη της. Μπορούμε και οι δύο να φανταστούμε ποια ήταν η κυρά αρχόντισσα» χασκογέλασε και του σκούπισα το μέτωπο. Ίδρωνε από τον πυρετό και την εξάντληση μα χαλάρωνε με την ιστορία, όπως ένα μικρό παιδί. Συνέχισα. «Δεν χρειάστηκε ώρα για να συνειδητοποιήσει και ο θεός ποια ήταν μα για εκείνον ήταν αργά. Δεν μπορούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά των νερών. Γεμάτος οργή, φούσκωσε το ποτάμι και τσάκισε τη βάρκα του άρχοντα αφού πρώτα την έβγαλε εκτός πορείας παρασέρνοντας την στον μεγάλο καταρράκτη Νίνγκιαο. Εβδομάδες αργότερα εντόπισαν το σαπισμένο κορμί του άρχοντα αλλά κανείς ποτέ δεν είδε την Σου Ανι. Ο θεός την είχε πάρει στο πλάι του» κοιμήθηκε. Σηκώθηκα αναστενάζοντας και κατευθύνθηκα προς την κουπαστή. Η ομίχλη ήταν πυκνή, παχιά μετατρέποντας το στενό πέρασμα σε σωστό εφιάλτη βγαλμένο από τα άδυτα της **Διάστασης της Νύκτας. Μας περιτριγύριζαν κοφτερά βράχια – οι πρόποδες των δίδυμων βουνών που χώριζαν νοητά τις δύο περιφέρειες. Φτάναμε. Η καρδιά μου χτυπούσε ελαφρά μα σαν να την σκέπαζε βαρύ φορτίο με πονούσε. Αναθάρρεψα, σκεπτόμενος πως θα συναντούσαμε κάποιον φαρμακοποιό για την θεραπεία των αδερφών. Δυο μέρες είχαν απομείνει μέχρι τον προορισμό μας. Όσο η λογική δεν εγκατέλειπε το μυαλό μου, παρέμενα ήρεμος και σίγουρος για την επιτυχία μας.
Ή έστω έτσι πίστευα μέχρι που η τέταρτη μέρα ξημέρωσε και γκρέμισε όλα όσα θεωρούσα δεδομένα, εγώ και τα αδέρφια μου.

Η Κατάρα του ΣένγκαοWhere stories live. Discover now