~Κεφάλαιο 12~

50 14 4
                                    

Ο ήλιος λαμπερός, τα πουλιά κελαηδούν, τα λουλούδια μοσχομυρίζουν, τα ζώα του δάσους παίζουν με τις ηλιαχτίδες του ήλιου... ναι, όχι. Η νέα μέρα ξημέρωσε με βροχή. Πολύ ωραία έτσι; Καθόλου. Όλοι ξύπνησαν με νεύρα και το χειρότερο έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσουν για το παλάτι. Κάθε ώρα που περνάει οδηγεί πιο κοντά στον πόλεμο.

Αααχ είναι ανάγκη να πάμε με βροχή; , γκρίνιαξε από μέσα της η Αλκμήνη καθώς κοιτούσε τη βροχή μέσα από τη σκηνή της. Όλα είχαν ήδη ετοιμαστεί. Μόνο το σύνθημα του Jinhai χρειαζόντουσαν για να μπουν στην άμαξα και να φύγουν.

«Φύγαμε!» φώναξε πάνω στην ώρα ο Jinhai βοηθώντας την Αλκμήνη να μπει στην άμαξα.

Το ταξίδι ξεκίνησε και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Λίγο πριν φτάσουν στην πρωτεύουσα, η άμαξα τούς άφησε χρόνους έξω από ένα χωριό. Δηλαδή χάλασαν οι ρόδες προκαλώντας έναν χαμό μέχρι να καταφέρουν να την ισορροπήσουν και να μην πάθουν τίποτα.

Αναγκαστικά, ο Jinhai, η Αλκμήνη, η Yu Yan και οι μερικοί φρουροί που τους συνόδευαν μπήκαν στο χωριό με τα πόδια και μπήκαν διακριτικά στο πανδοχείου του χωριού για να περάσουν τη νύχτα, μιας και νέα άμαξα θα ερχόταν να τους φέρει από το παλάτι, αφού ένας στρατιώτης θα παρέδιδε γράμμα στον αυτοκράτορα.

Κάθισαν, λοιπόν, σε ένα τραπέζι η Αλκμήνη και ο Jinhai και σε ένα άλλο οι υπόλοιποι, απομακρυσμένο το ένα από το άλλο, ώστε να μην δώσουν την εντύπωση ότι προέρχονται από την αυτοκρατορική οικογένεια. Λίγο παραδίπλα κάθονταν άλλοι δύο.

«Και δηλαδή θα γίνει σήμερα;» ρώτησε ο ένας

«Ναι. Βλέπεις εκείνο το ζευγάρι;» απάντησε ο άλλος

«Ναι»

«Έχουμε εντολή να τους ξεπαστρέψουμε απόψε κιόλας. Ήμασταν τυχεροί που η βροχή τους κατέστρεψε την άμαξα κι έτσι θα τους σκοτώσουμε στον ύπνο τους.» είπε και σηκώθηκαν, πλήρωσαν και έφυγαν.

~~~

Το βράδυ έφτασε και η Αλκμήνη χτένιζε τα μαλλιά της στο δωμάτιο που νοίκιασαν. Καθόταν στο τραπεζάκι του δωματίου μέχρι που ένα χέρι την άρπαξε από πίσω κλείνοντάς της το στόμα και πιάνοντας τα χέρια της ένα άλλο. Η Αλκμήνη τρομαγμένη από αυτό προσπάθησε να ξεφύγει αλλά η δύναμη των χεριών του άλλου υπερτερούσαν.

«Γρήγορα νάρκωσέ την!» είπε μια φωνή

«Μα δεν είπες ότι θα τους σκοτώναμε και τους δύο;» ακούστηκε και μια δεύτερη.

Δύο κόσμοι, Μία ένωση Место, где живут истории. Откройте их для себя