ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)

146 23 111
                                    

Αφού η μαία και ο γιατρός έφυγαν και οι υπηρέτριες έπλυναν το νεογέννητο και άλλαξαν σεντόνια στο κρεβάτι, η Έμπα έστειλε να φωνάξουν τον σύζυγό της. Η ίδια καθόταν με το βρέφος στα χέρια και με ένα ύφος απόλυτης απογοήτευσης και περιφρόνησης στο κρεβάτι, στηριγμένη σε κάμποσα μαξιλάρια. Το λευκό της νυχτικό είχε αποκτήσει ένα τεράστιο στίγμα ιδρώτα στο στήθος και ίχνη από το αίμα που είχε χυθεί καθώς γεννούσε φαίνονταν ακόμα στα πόδια της, που ήταν βέβαια κρυμμένα κάτω από την κουβέρτα. Τα σκούρα μπλε μάτια της ήταν καρφωμένα στην πόρτα καθώς από στιγμή σε στιγμή περίμενε τον άντρα της να εμφανιστεί. Στο μεταξύ το παιδί, κατακόκκινο στο πρόσωπο και τυλιγμένο σε μια λευκή πετσέτα, έβαλε τα κλάματα, κι εκείνη ένιωσε μια τρελή επιθυμία να το πνίξει. Τέτοια ατυχία σ’ αυτήν που τα είχε κάνει όλα σωστά! Τόσες προσευχές, παρακλήσεις, προσπάθειες, κι όμως η μοίρα της τα έφερε όλα ανάποδα! Κάποιος κακός δαίμονας την κυνηγούσε! Και στον Άλφρεντ πώς θα το έλεγε τώρα; Αχ, κατάρα την ώρα και τη στιγμή που τόσα δάκρυα και τόσο πόνο υπέφερε για να γεννηθεί αυτό το κόκκινο κοριτσάκι που ούρλιαζε από το κλάμα στα χέρια της! Κάλλιο να μην είχε κάνει ποτέ παιδί.

Απρόθυμα, μόνο και μόνο γιατί το κλάμα της της έπαιρνε τα αυτιά, κούνησε ελαφρά τη μικρή στην αγκαλιά της. Εκείνη όμως δωσ’ του κλάμα και πείσμα και να κουνάει ποδαράκια και χεράκια σαν να ήθελε από κάπου να πιαστεί. Κι όσο της ερέθιζε τα νεύρα με το ανυπόφορο παράπονό της η μικρή, τόσο της Έμπα το αίμα έβραζε από θυμό που το παιδί είχε βγει κορίτσι. Συνέχισε να την κουνάει και να μουρμουρίζει.
«Έπρεπε να το είχα καταλάβει» έκανε μιλώντας στο πρόσωπο του βρέφους που εξακολουθούσε να κλαίει. «Έπρεπε να το καταλάβω ότι θα μου την κάνεις τη ζαβολιά και θα βγεις κορίτσι, ακούς; Ε, μα βέβαια, τόσους μήνες μέσα εδώ ούτε κλότσησες, ούτε μια σταλιά δεν κουνήθηκες! Κι εμένα η μάνα μου, ως κι η γιαγιά μου, το έλεγαν: αν είναι ήσυχο το παιδί στην κοιλιά δεν πρόκειται να βγει αγόρι! Ήλπιζα όμως εγώ, η χαζή! Κι εσύ με πρόδωσες!»
Σταμάτησε για λίγο ξαφνιασμένη, γιατί συνειδητοποίησε πως το κλάμα του μωρού είχε σταματήσει να ακούγεται. Η μικρούλα είχε πράγματι σωπάσει, είχε ανοίξει τα μάτια της που έμοιαζαν στην Έμπα μεγάλα και κοιτούσε τη μητέρα της γεμάτη απορία. Όμορφα ήταν τα ματάκια της: βαθιά μπλε, σαν τον ωκεανό τη νύχτα, κι ακόμα πιο όμορφα φαίνονταν κάτω από το ξανθό μαλλάκι που θα φύτρωνε σε λίγο στο κεφαλάκι της. Η Έμπα σούφρωσε τα χείλη της.
«Αν νομίζεις ότι επειδή έχεις τα μάτια μου διορθώνονται όλα τ’ άλλα, κάνεις μεγάλο λάθος» είπε και γύρισε ξανά το κεφάλι της προς την πόρτα, που την χτυπούσαν απ’ έξω μαλακά. «Εμπρός» έκανε δυνατά, και το χερούλι γύρισε.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now