ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)

90 9 40
                                    

Το βράδυ φυσούσε δυνατός άνεμος και το καράβι, παρά τον τραυματισμό του, είχε αισθητά επιταχύνει. Οι πρόχειροι υπολογισμοί του Μπλομ έλεγαν πως ίσως να έδεναν στο λιμάνι του Άαλμποργκ στη Δανία μια μέρα νωρίτερα απ’ ό,τι σχεδίαζαν. Κι αυτό τον ανακούφιζε αλλά τον έκανε και να αγωνιά. Κλεισμένος κρυφά στην καμπίνα του, λίγο πριν έρθουν για το δείπνο ο Βάλτερ κι ο Νταλ με τα παιδιά του, έλεγχε ξανά και ξανά τις μυστικές του σημειώσεις, καθάριζε τα δυο του παλιά σκαλιστά πιστόλια με τις μακριές κάννες σχολαστικά και, με όση αυτοκυριαρχία μπορούσε να έχει, αναλογιζόταν το σχέδιό του βήμα βήμα. Θα έπιανε, αρκεί να ήταν πολύ προσεκτικός και ψύχραιμος. Και τότε όλα θα έμπαιναν στη θέση τους.

Ο Βάλτερ εμφανίστηκε πρώτος στην καμπίνα. Υπό άλλες συνθήκες, ο Έιναρ Μπλομ δε θα γύριζε να τον κοιτάξει, αλλά, έχοντας υποπτευθεί πως κάτι είχε συμβεί μεταξύ του ανιψιού του και της Κλάρας, στράφηκε για να τον εξετάσει. Όσο για τα όπλα, δεν μπήκε στον κόπο να τα κρύψει. Στα πράσινα μάτια του Βάλτερ διάβασε μια γαλήνη γεννημένη από κάτι που θα έλεγες απόλυτη ευτυχία, ανακατεμένη όμως και με μια γυαλάδα ανήσυχη. Έσμιξε τα φρύδια του, μην ξέροντας πώς να το ερμηνεύσει αυτό, και συνέχισε με το καθάρισμα των όπλων.
«Καλώς τον» είπε, κι ο Βάλτερ που ως τώρα κοιτούσε το κενό, στράφηκε προς το μέρος του. «Θέλω να μου τα πεις όλα• να μην παραλείψεις ούτε μισή λεπτομέρεια.»
Ο νεαρός Κάρλσον όμως δεν απάντησε• είχε στυλώσει άφωνος τα μάτια του στα πιστόλια.
«Τι στο καλό κάνεις μ’ αυτά, θείε;» είπε έντρομος, παλεύοντας φανερά να μη φωνάξει και σηκώσει στο πόδι όλο το καράβι. «Δε φτάνει που κόντεψες να μας βυθίσεις χθες, τώρα θα μας την ανάψεις κιόλας;»
Ο Μπλομ σούφρωσε τα χείλη του.
«Μου αρέσει να τα περιποιούμαι κι αυτά πού και πού» αποκρίθηκε ήρεμα, αφήνοντας στο τραπέζι το πιστόλι που κρατούσε στο χέρι του. «Και κάνε μου τη χάρη να μη με αμφισβητείς. Άκου εκεί “κόντεψες να μας βυθίσεις”! Θα σου πω κάτι και θέλω να το θυμάσαι καλά, νεαρέ: μπορεί μπροστά στους σκύλους τους ναύτες, τον Νταλ και τα παιδιά του να το παίζω τρέλα, αλλά ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται! Είμαι ο καπετάνιος αυτού του πλοίου, που να πάρει, κι όλες μου οι κινήσεις είναι απολύτως υπολογισμένες! Όλα είναι μέσα στο σχέδιο!»

Ο Βάλτερ, χωρίς ν’ απαντήσει σε κανένα άλλο μέρος του μονολόγου, ανασήκωσε απορημένος τα φρύδια.
«Στο σχέδιο;» επανέλαβε σαν αντίλαλος τις τελευταίες κουβέντες του θείου του. «Ποιο σχέδιο;»
Ο Μπλομ ανασήκωσε τους ώμους του, καθώς μάζευε τα πιστόλια μέσα σ’ ένα ξύλινο ντουλάπι και το διπλοκλείδωνε.
«Θα μάθεις όταν έρθει η ώρα. Μην ανησυχείς, σε έχω κατά νου.»
«Θείε, αν είναι δυ...»
«Βάλτερ» τον έκοψε ο Μπλομ, για πρώτη φορά αυστηρά, «αρκεί. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Θα μάθεις. Έχε μου εμπιστοσύνη. Ξέρεις πολύ καλά ότι πάντοτε, ειδικά από τότε που έχασες τον πατέρα σου, θέλω μονάχα το καλύτερο για σένα. Δε θα επέμενα λοιπόν να μη μάθεις ακόμα αν αυτό δεν είχε σημασία.»
Τον πλησίασε, βηματίζοντας με τα χέρια στις τσέπες. Κοίταξε έξω, μήπως και εμφανιζόταν ο Νταλ ξαφνικά, κι όταν βεβαιώθηκε για το αντίθετο, συνέχισε χαμηλόφωνα, σχεδόν συνομωτικά:
«Όπως επίσης έχει ύψιστη σημασία να μου πεις εσύ πώς τα πηγαίνεις με τη νεαρή δεσποινίδα Νταλ. Αισθάνομαι ότι κάτι έχει αλλάξει μεταξύ σας. Το βλέπω στα μάτια σου. Λέγε. Τι έγινε;»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now