ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)

165 22 151
                                    

Ο Λούκας στο μεταξύ είχε τρέξει να εκτελέσει την παράκληση της μητέρας του να βρει την Κλάρα με ιδιαίτερη προθυμία. Όλες αυτές οι κυρίες με τις μεγάλες φούστες και τις τσιριχτές φωνές κι οι κύριοι με τα παχιά μουστάκια που πρώτη φορά στη ζωή του τους έβλεπε του είχαν φανεί υπερβολικά πολύς κόσμος για μια μέρα. Είχε βαρεθεί να απαντάει σε όλους σαν ποίημα τα ίδια λόγια που του είχε μάθει ο καθηγητής καλών τρόπων, μα δεν ήξερε και τι άλλο μπορούσε να τους πει χωρίς να τους προσβάλλει. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, το κολάρο που φορούσε τον ενοχλούσε και ένιωθε σαν να πνιγόταν κι επίσης από την πρώτη στιγμή που είδε τον εαυτό του χτενισμένο στον καθρέφτη του είχε φανεί για γέλια. Το στομάχι του παραπονιόταν κι ήθελε μόνο να περάσουν γρήγορα στο τραπέζι για το γεύμα, να φύγουν οι καλεσμένοι και στο σπίτι να απομείνουν αυτός, η Κλάρα και η μητέρα• η γκουβερνάντα του ευτυχώς είχε το ρεπό της σήμερα. Βέβαια, επειδή ο Λούκας δεν ήταν κακομαθημένο παιδί - κι ας επέμενε για το αντίθετο η νταντά του - κρατούσε όλα αυτά τα παράπονα για τον εαυτό του και φρόντιζε να δείχνει χαρούμενος και κεφάτος μπροστά στους καλεσμένους του πατέρα και της μητέρας του.

Απολαμβάνοντας τώρα τη μικρή ευκαιρία που του δόθηκε για να ελευθερωθεί από την κατάμεστη σάλα, κατευθύνθηκε τρεχάτος προς τα σκαλιά για το δεύτερο πάτωμα. Αυτό που δεν υπολόγισε όμως ήταν πως σήμερα που το σπίτι είχε κόσμο, η μητέρα είχε βάλει τις υπηρέτριες να γυαλίσουν το πάτωμα• έτσι, τα πόδια του μέσα στα αφόρετα καλά του παπούτσια γλίστρησαν με ευκολία στο δάπεδο κι ο ίδιος βρέθηκε ξαπλωμένος μπρούμυτα μπροστά στα σκαλοπάτια. Έβγαλε ένα μικρό πονεμένο μουγκρητό, μα για καλή του τύχη δεν είχε πάθει τίποτα. Άλλωστε, είχε συνηθίσει να σκοντάφτει και να πέφτει• τα απογεύματα που τελείωνε με τα μαθήματά του ξέφευγε συνέχεια από τα χέρια της ηλικιωμένης γκουβερνάντας του κι έτρεχε γελώντας στην αυλή. Πριν από λίγο καιρό έκρυβε και τα γυαλιά της για να μην μπορεί να δει για να ψάξει τον βρει, όμως αυτό δεν άρεσε καθόλου στην Κλάρα όταν το έμαθε κι έτσι ο Λούκας, που την αδερφή του την άκουγε πιο πολύ απ’ όλους, σταμάτησε να το κάνει.

Τώρα, καθώς μάζευε το σώμα του αργά για να σηκωθεί, άκουσε μια τρομαγμένη ανάσα και τρεχαλητά στη σκάλα από πάνω του. Δεν πρόλαβε να σηκώσει τα μάτια του κι είδε δίπλα του την Κλάρα, που είχε γονατίσει προσεκτικά για να μην χαλάσει το σκούρο μπλε φουστάνι της και τον βοηθούσε να σταθεί ξανά όρθιος.
«Λούκας, είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχη. «Χτύπησες;» και άρχισε να τον επιθεωρεί από πάνω μέχρι κάτω.
«Όχι, δεν έπαθα τίποτα» απάντησε το αγόρι παραπονεμένα. Όταν βεβαιώθηκε και εκείνη γι’αυτό, αναστέναξε με ανακούφιση και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της κοιτάζοντάς τον κάπως αυστηρά.
«Πόσες φορές σου έχω πει να προσέχεις και να μην τρέχεις μέσα στο σπίτι;» έκανε. Ο Λούκας χαμογέλασε απολογητικά.
«Η μαμά με έστειλε να δω γιατί άργησες» δικαιολογήθηκε. Η Κλάρα ανασήκωσε τα φρύδια της δείχνοντας πως «τώρα καταλάβαινε», έσκυψε ξανά κοντά του και του τίναξε τα ρούχα.
«Συγγνώμη που άργησα, αλλά εσύ θα μπορούσες να έρθεις και περπατώντας» είπε. «Μην το ξανακάνεις, γιατί στο τέλος θα σκοτωθείς.»
«Καλά, εντάξει» απάντησε ο Λούκας βιαστικά και πρόσθεσε με ένα ειλικρινές πλατύ χαμόγελο: «Είσαι πάρα πολύ όμορφη.»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Où les histoires vivent. Découvrez maintenant