Κεφάλαιο 3

27 5 13
                                    

Εκείνη τη βροχερή μοιραία νύχτα η Σάσα γνώρισε το σκληρό, μαρτυρικό πρόσωπο του έρωτα.

 Μπουμπούκι άμαθο  ήταν όταν έβγαινε στην αγορά εργασίας πήγαινε να κάνει πρακτική της ως ασκούμενη υπάλληλος σε καλοστεκούμενη εταιρεία εκδοτών στην οποία εργοδότης διοικούσε ο Ηγήσανδρος.  Εκείνη ήταν εικοσιένα αυτός τριάντα έξι, ώριμος γεροδεμένος το άψογο τέλειο αρσενικό με 'λαοφιλής' φήμη στο γυναικείο πληθυσμό. Η Σάσα τα πήγαινε ικανοποιητικά το διάστημα που έκανε τη πρακτική της λόγω των δεξιοτήτων της: αυτών του ζήλου, της εξυπνάδας, της εργατικότητας, της ευρηματικότητας και οργανωτικότητας. Ενώ στην αρχή ο Ηγήσανδρος φρόντιζε να της φέρεται με τυπική ψυχρότητα και σοβαρότητα και να παρακολουθεί τις εργασίες που η νεαρή εκτελούσε απαραίτητα, δεν άργησε να περάσει στο επίπεδο του στενού μαρκαρίσματος ερωτικού φλερτ. Εστίαζε το βλέμμα του επιδοκιμαστικά πάνω της ή πίσω από τη πλάτη της, όταν παρατηρούσε και θαύμαζε τη κομψή σιλουέτα (το μπούστο της που φαινομενικά κρυβόταν κάτω από τα αυστηρά, περιοριστικά ταγέρ ) και τα ψηλά καλλίγραμμα πόδια της. 

 Ένας κατακλυσμός  εμπόδισε μερικούς υπαλλήλους, όπως τη Σάσα να σχολάσουν στην ώρα τους, καθώς δεν διέθεταν δικό τους μεταφορικό και αποτελούσε πρόβλημα το γεγονός ότι η στάση απ την οποία έπαιρναν το λεωφορείο βρίσκονταν από τη δουλειά. Όταν η μπόρα σταμάτησε και η Σάσα φόρεσε το παλτό και πήρε τη τσάντα της για να έχει την ευκαιρία να περπατήσει στο ψιλόβροχο και με την ελπίδα ότι θα έκανε την εμφάνιση του δειλά ο ήλιος. Όμως ένας 'ανεπιθύμητος' πετάχτηκε μπροστά της και τη σταμάτησε. Της πρότεινε βόλτα και να την κεράσει γλυκό σε ένα ρεστοράν λίγα λεπτά μακριά από την εταιρεία, μιας και χρειάστηκε να κάτσουν παραπάνω στο γραφείο... τους έτυχε και στους δύο δηλαδή.

« Μια απλή βολτούλα -όχι ακριβώς ραντεβουδάκι-  θα πάμε, πως κάνεις έτσι Σάσα μικρή μου ; » Της ψιθύρισε με βραχνή φωνή και πλησίαζε πολύ κοντά στο πρόσωπο της. Ήταν έντιμο να την αποκαλεί το αφεντικό της, μικρή γλυκιά μου και τέτοια παρόμοια; Αυτά ήταν τα πράγματα που συνέβαιναν στη δουλειά; Όχι σίγουρα όχι, δεν είχε μάθει κάτι τέτοιο. Δεν της είχαν πει τίποτα οι καθηγητές, γονείς και γνωστοί για αυτή τη περίπτωση. Που τελικά αντιμετώπισε. « Μην έχεις νευρικότητα. Ακολούθησε με στο αμάξι μου και πάμε εκεί όπου σου ζητάω. Η ώρα θα κυλήσει ευχάριστα και δεν θα το αντιληφθείς πότε θα σε γυρίσω σπίτι σου  » την τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο, αλλά με κατακτητική δυναμική διάθεση. Για να κάνει ξεκάθαρο στη μικρή Σάσα ότι δεν μπορεί να του διαφύγει, η σχέση τους ως εργοδότης-υπάλληλος είναι σαφής και κινείται στα πλαίσια υπακοής και υποταγής.

Το απόγευμα, τη στιγμή που βγήκαν να κάνουν περίπατο διαπίστωσαν πως το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό (συνωνυμο) Φορούσαν κι οι δύο ωστόσο τα παλτό τους, εκείνος ένα μαύρο και εκείνη ένα λευκό. Η πλήρης αντίθεση ανάμεσα στο αιμοβόρο σκοτεινό κυριαρχικό λύκο και το αθώο δύσμοιρο ανυπεράσπιστο προβατάκι.

« Σκέψου και φαντάσου ένα μέρος όπου τίποτα δεν γίνεται όπως το περιμένεις. Θέλω να πω πως η μοίρα τυχαίνει να μας φέρει αντιμέτωπους με απρόβλεπτες καταστάσεις στη ζωή μας, χωρίς να σημαίνει πως πρέπει να τις αποφεύγουμε ή να αδυνατούμε να τις αντιμετωπίσουμε. Τα πάντα μπορούμε » της μιλούσε με τόλμη και πίστη για τη θεωρία του εστιάζοντας έντονα στα μάτια της.  Η Σάσα τον άκουγε δίχως να τον διακόπτει και σκεφτόταν προβληματισμένα  μέσα της σχετικά με τις επόμενες προθέσεις και κινήσεις του αφεντικού της.

Και εκείνη τη μοιραία βροχερή νύχτα γνώρισε τον έρωτα απ' σκληρή σκοτεινή πλευρά του κ το κράτησε κρυφό απ' όλους ακόμα και από τους λίγους συγγενείς με τους οποίους είχε καλή σχέση. Το έθαψε μέσα της και ούτε στη πιο στενή κολλητή της δεν το εμπιστεύτηκε. 

 Την νύχτα που η φίλη της Ράνια παραθέριζε σε διακοπές με φίλες της από το πανεπιστήμιο, η ίδια πάλευε σαν ένα δύστυχο κουβάρι να ξεφύγει από τα νύχια του απάνθρωπου βιαστή της, όμως δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της επαρκώς.  Ο Ηγήσανδρος όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, έκπληκτος αφού βγήκε από μέσα της τη ρώτησε: « Πως στο διάβολο παρέμενες παρθένα ακόμα; Ήμουν ο πρώτος σου »

« Ναι ήμουν και θα έμενα για πολύ καιρό ακόμα αν δεν αποφάσιζες να με καταστρέψεις. Φύγε, άσε με μόνη και ήσυχη » τον χτύπησε στο θώρακα, κλαίγοντας με λυγμούς η Σάσα ανάκατους με θυμό. Ο Ηγήσανδρος βγήκε από το αμάξι και τη άφησε στην ησυχία της και στο θρήνο της απώλειας της αγνότητας της.


'Κατακλυσμένες' ημέρες... (Μελλοντική ιστορία)Where stories live. Discover now